ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο και αποτυπώνουν παλιές συνήθειες που η σύγχρονη εποχή δεν έχει καταφέρει να τις εξαφανίσει. Τα έθιμα των Χριστουγέννων διαφέρουν από τόπο σε τόπο, έχουν, όμως, έναν κοινό παρονομαστή: την ελπίδα που φέρνει η γέννηση του Χριστού.
Στις Κυκλάδες το δωδεκαήμερο από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι και την ημέρα των Φώτων επικρατεί ο φόβος για τους καλικάντζαρους, ο οποίος δημιούργησε έθιμα γύρω από την εστία του σπιτιού, προκειμένου με αυτό τον τρόπο, να αποτραπεί η ανεπιθύμητη παρουσία τους.
Στα χωριά της Νάξου και τις δώδεκα ημέρες των εορτών καίει άσβεστο ένα ξύλο στο τζάκι, το «χριστοκούτσουρο», τη στάχτη του οποίου θα ρίξουν αργότερα για ευλογία σε φυτά και ζώα.
Το «πάντρεμα» της φωτιάς είναι ένα ακόμη έθιμο των νησιών και σκοπό έχει την ενίσχυση των δεσμών του ζευγαριού. Στο Γλινάδο της Νάξου, τοποθετούν σταυρωτά δυο ξύλα στη φωτιά, για να είναι το ανδρόγυνο ευτυχισμένο, ακριβώς όπως ζευγαρώνουν τα ξύλα.
Οι Κυκλαδίτες θεωρούν καλό οιωνό να φυσάει βοριάς την Πρωτοχρονιά, αλλά και να έρθει στην αυλή τους περιστέρι. Αν όμως πετάξει πάνω από το σπιτικό τους κοράκι τούς βάζει σε σκέψεις μελαγχολικές ότι τάχα τους περιμένουν συμφορές.
Σε όλα τα Κυκλαδονήσια, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς οι νέοι πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και λένε τα κάλαντα. Με τα χρήματα που μαζεύουν στήνουν παραδοσιακό γλέντι στην πλατεία του χωριού.
Ονομαστά είναι τα σιφνέικα κάλαντα, αυτοσχέδια στιχουργήματα που σχολιάζουν πρόσωπα και καταστάσεις.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το έθιμο του «κάβου», στο χωριό Τριπόταμος της Τήνου. Κάθε Χριστούγεννα ένας κάτοικος του χωριού παίρνει στο σπίτι του την εικόνα της γέννησης του Χριστού, παίρνει δηλαδή τον «κάβο της χρονιάς». Αυτό σημαίνει ότι για όλο το χρόνο έχει κάποιες υποχρεώσεις: να φροντίζει την εκκλησία, να τη διατηρεί καθαρή, να κρατάει το καντήλι της πάντοτε αναμμένο. Με την έλευση των επόμενων Χριστουγέννων, οφείλει να ετοιμάσει κοινό τραπέζι, το τραπέζι της «αδελφοσύνης», για όλο το χωριό. Επίσης, στη Χριστουγεννιάτικη λειτουργία θα πρέπει να μοιράσει στους συγχωριανούς του κεριά από καθαρό κερί μέλισσας.
Στη Σέριφο, ένα έθιμο μετρά πολλά χρονιά ζωής και αναβιώνει κάθε Χριστούγεννα. Όλοι οι άνδρες του νησιού πηγαίνουν στον παπά για να του ευχηθούν και να του δώσουν κάποιο φιλοδώρημα και με αυτόν τον τρόπο να «φλερτάρουν»-όπως λέγεται-τον παπά.
Ας δουμε πρωτα γενικοτερα και να θυμηθουμε τα βασικα Ελληνικα χριστουγεννιατικα εθιμα. Θα διαπιστωσετε πως πολλα απο αυτα η δεν τα ξερτε η τα εχετε ξεχασει. Ειδεικα οι νεωτροι.
ΕΙΣΑΣΤΕ ΣΙΓΟΥΡΟΙ ΠΩς ΞΕΡΕΤΕ ΑΚΡΙΒΩς ΠΟΙΟς ΕΙΝΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ; ΔΙΒΑΣΤΕ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΕΤΕ.
Για τους Ορθόδοξους χριστιανούς ο Άγιος Βασίλης είναι ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος έζησε στη Καππαδοκία που αφιέρωσε σχεδόν όλη του τη ζωή στη βοήθεια προς τον συνάνθρωπο και που θεωρείται στη παγκόσμια ιστορία ως ο εμπνευστής αλλά και πρώτος δημιουργός της οργανωμένης φιλανθρωπίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μέγας Βασίλειος ήταν ψηλόλιγνος, με μαύρα
μάτια και γένια, ενώ ο Άγιος Νικόλαος-ο Santa Claus των δυτικών χωρών- στην Ορθόδοξη παράδοση αγιογραφείται ως ισχνός ασπρογένης γέροντας.
Ο Μέγας Βασίλειος πέθανε την 1 Ιανουαρίου του 379. Αυτή η ημερομηνία,
ημέρα θανάτου του, διατηρούμενη στη παράδοση, θεωρήθηκε (πρώτα) απ’
όλους τους χριστιανικούς λαούς ότι φέρνει ευλογία και καλή τύχη στη νέα
χρονιά. Στα κάλαντα Πρωτοχρονιάς κύριο πρόσωπο είναι ο Μέγας Βασίλειος
για το έργο του οποίου γίνεται υπενθύμιση στον σπιτονοικοκύρη ώστε να
επαναλάβει επ’ ωφελεία βεβαίως των παιδιών που ψάλλουν αυτά. Στη Δύση το πρόσωπο του Αγίου Βασιλείου έχει ταυτιστεί με την ιστορία του Αγίου Νικολάου που φημιζόταν για τη γενναιοδωρία του. Στην ιστορία του Αγίου Νικολάου οι βόρειοι λαοί έχουν προσθέσει στοιχεία των δικών τους αραδόσεων (τάρανδοι, έλκηθρο, άστρο του Βορρά, μεγάλες κάλτσες) μια
κουλτούρα που τον συνοδεύει μέχρι και σήμερα. Στα ελληνικά δεδομένα η
μετατροπή αυτή φαίνεται να πέρασε περίπου στη δεκαετία του 1950-1960,
κυρίως στον αστικό πληθυσμό από τους συγγενείς μετανάστες που με τις
ευχητήριες κάρτες τους εισήγαγαν τον “Δυτικό” Αϊ Βασίλη . Ο Άγιος Βασίλης αποτελεί σήμερα μια διεθνή λαογραφική μορφή η οποία διανέμει δώρα σε παιδιά και ενηλίκους που υπήρξαν “καλοί” κατά τη διάρκεια του χρόνου. Είναι κυρίαρχο πρόσωπο του εορτασμού της Πρωτοχρονιάς και των ιστουγέννων. Η γνωστή παρουσία του με κόκκινη στολή, λευκή γενειάδα ,τα γυαλιά του, πάντα χαμογελαστός με το σάκο με τα δώρα, πάνω σε έλκηθρο που το σέρνουν ζωηρά ελάφια ή τάρανδοι αποτελεί σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα τον πλέον αγαπημένο ήρωα των παιδιών τις ημέρες αυτών των εορτών, ακόμη και σε χώρες μη Χριστιανικές. Είναι ακριβώς ο ίδιος ο “Πατέρας Χριστούγεννα” των Άγγλων, ο “Περ Νοέλ” των Γάλλων, ο “Σίντερ-
Κλάας” των Ολλανδών, ο “Βάιναχτσμαν” των Γερμανών, ο “Λαμ-Κουνγκ-Κουνγκ” (ο Καλός γερο-πατέρας) των Κινέζων, ο “Χοτέισο” των Ιαπώνων.
Προέλευση της μορφής του Αϊ Βασίλη:
Η σημερινή μορφή του Αϊ Βασίλη έγινε δημοφιλής με το ποίημα «A Visit from
St. Nicholas» (Μια επίσκεψη από τον Άγιο Νικόλαο) που δημοσιεύτηκε το
1823. Η οπτικοποιημένη εκδοχή πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό Harper’s
Weekly το 1863. Συμμετοχή στην δημοφιλία είχε και το παιδικό βιβλίο The
Life and Adventures of Santa Claus του 1902. Η White Rock Beverages
ήταν μια εταιρία αναψυκτικών που τον χρησιμοποίησε το 1915 για να πουλήσει μεταλλικό νερό, και το 1923 τζίντζερ-έηλ. Το 1931 η γνωστή αμερικάνικη εταιρεία αναψυκτικών Coca-Cola παρουσίασε τον Αϊ-Βασίλη με
πρωτοχρονιάτικα δώρα τα προϊόντα της εταιρείας στα χρώματα βεβαίως εκείνης. Η διαφήμιση αυτή υπήρξε εμπορικά επιτυχής. Η μακρόχρονη χρήση
του σε διαφημίσεις της Coca-Cola παγίωσε την εμφάνισή του και ειδικά τα κόκκινα ρούχα, αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν δική της εφεύρεση. Ποιος τον ζωγράφισε και πότε; Το 1823 ο Τόμας Ναστ έκανε ζωγραφιά ένα παραμύθι του Κλέμεντ Μουρ. Έτσι έγινε ο Αϊ-Βασίλης που δεν έχει σχέση με τον Άγιο
της Ορθοδοξίας.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΕΙ Ο ΣΤΟΛΙΣΜΟς ΤΟΥ.
Οι πρόγονοι του Χριστουγεννιάτικου δένδρου μπορούν να αναζητηθούν στα
ειδωλολατρικά έθιμα της λατρείας των δέντρων. Τότε δέντρα μεταφέρονταν
μέσα στα σπίτια και οι άνθρωποι τα στόλιζαν για να εξασφαλίσουν καλή σοδειά τον επόμενο χρόνο. Λέγεται ότι ο Μαρτίνος Λούθηρος ξεκίνησε την παράδοση των αναμμένων λαμπών στο χριστουγεννιάτικο δένδρο, στη Γερμανία, τον 16ο αιώνα. Η εικόνα ενός πράσινου δέντρου την παραμονή των Χριστουγέννων, με τα αστέρια να λάμπουν στον ουρανό από πάνω του, λέγεται ότι του έκανε μεγάλη εντύπωση κι έτσι τοποθέτησε ένα παρόμοιο δέντρο, διακοσμημένο με αναμμένα κεριά, μέσα στο σπίτι του. Στα μέσα του 1800, το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δένδρου είχε επεκταθεί ταχύτατα σε όλο τον κόσμο. Το έθιμο γινόταν αιτία για πολλά ατυχήματα! Έτσι, μέχρι να εφευρεθούν τα ηλεκτρικά φωτάκια, οι προνοητικοί είχαν και έναν κουβά νερό κάτω από το δέντρο, για τον κίνδυνο πυρκαγιάς…
Το 1882, το πρώτο ηλεκτρικά φωτισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο του
κόσμου, στολίσθηκε στην πόλη της Νέας Υόρκης, στην κατοικία του Έντουαρτ Τζόνσον, ενός συναδέλφου του εφευρέτη Τόμας Έντισον. Σήμερα,
περισσότερα από 72 εκατομμύρια δέντρα στολίζονται κάθε Χριστούγεννα, και
από αυτά, 35 εκατομμύρια είναι αληθινά δέντρα ενώ 37 εκατομμύρια είναι
ψεύτικα. Οι Βίκινγκς χρησιμοποιούσαν το δέντρο στις τελετές τους ως σύμβολο αναγέννησης που σηματοδοτούσε το τέλος του χειμώνα και τον ερχομό της άνοιξης και της αναγέννησης της μητέρας Φύσης. Στην Αγγλία, όπως και στην Γαλλία, οι Δρυίδες στόλιζαν βελανιδιές με φρούτα και κεριά προς τιμήν των Θεών τους. Οι Αιγύπτιοι, οι Κινέζοι και οι Εβραίοι έφτιαχναν γιρλάντες και στεφάνια από αειθαλή δέντρα ως σύμβολα της αιώνιας ζωής. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, οι χριστουγεννιάτικες παραδόσεις είναι ένα μίγμα της λατρείας του Σατούρνο και άλλων δοξασιών που αναμείχθηκαν με τις χριστιανικές. Υπάρχουν μαρτυρίες από το 336 μ.Χ ότι στις 25 Δεκεμβρίου στην Ρώμη γιορτάζονταν τα Σατουρνάλια προς τιμήν του θεού Σατούρνο και οι ρωμαίοι στόλιζαν διάφορα δέντρα με στολίδια όπως καρύδια ή άλλα φαγώσιμα. Οι ερευνητές πιστεύουν πως τα Σατουρνάλια είναι ο πρόδρομος των Χριστουγέννων. Τον 4ο μ.Χ αιώνα καθιερώθηκε η 25η Δεκεμβρίου ως η ημέρα της γέννησης του Χριστού. Πρόδρομος του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην Ελλάδα ήταν το παραδοσιακό Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτης ή Σκαρκάνζαλος κυρίως στα χωριά της Βορείου Ελλάδος. Κάθε Χριστούγεννα έβαζαν ένα μεγάλο κούτσουρο από άγρια κερασιά, πεύκο ή ελιά στο τζάκι όπου θα έκαιγε για όλο το 12ήμερο των γιορτών από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα. Σύμφωνα με την παράδοση φέρνει καλοτυχία και κυρίως προστατεύει το σπίτι από τους καλικάντζαρους που μπαίνουν από τις καμινάδες και κλέβουν ή κάνουν ζημιές στο νοικοκυριό. Το δένδρο των Χριστουγέννων απoτελεί σήμερα ένα διεθνές ριστουγεννιάτικο έθιμο. Ως τέτοιο φέρεται από τον 8ο αιώνα, όταν ο Άγιος Βονιφάτιος θέλησε περίπου το 750 να εξαλείψει την μέχρι τότε αποδιδόμενη ιερότητα των “ειδωλολατρών” στην βελανιδιά αντικαθιστώντας την με το έλατο δηλαδή το δένδρο των Χριστουγέννων. Στην Ελλάδα το έθιμο αυτό του έλατου ως χριστουγεννιάτικη διακόσμηση ήρθε για πρώτη φορά με τον Βαυαρό Βασιλιά Όθωνα το 1833, που σημαίνει ότι είχε ήδη καθιερωθεί ως έθιμο στους βασιλικούς οίκους της Βόρειας Ευρώπης. Αρχικά στολίστηκε στα ανάκτορα του Ναυπλίου και εν συνεχεία στην Αθήνα, όπου οι κάτοικοι έκαναν ουρές για να το θαυμάσουν. Σημειώνεται ότι στη Γαλλία ως έθιμο εισήχθηκε αρκετά χρόνια μετά απ’ ότι στην Ελλάδα από την Κόμισσα της Ορλεάνης. Ο στολισμός του δένδρου είναι καθαρά συμβολικός της ευτυχίας των ανθρώπων και της φύσεως με τη Γέννηση του Θεανθρώπου. Σύμφωνα με ερευνητές του αντικειμένου, το πρώτο στολισμένο δένδρο εμφανίστηκε στη Γερμανία το 1539 και τα πρώτα στολίδια ήταν συσκευασμένα φαγητά ή είδη ρουχισμού ή άλλα χρήσιμα είδη, που στο πέρασμα των χρόνων και με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου εξελίχθηκαν μόνο σε διακοσμητικά αντικείμενα. Κατά την παράδοση ο πρώτος που στόλισε δέντρο ήταν ο Μαρτίνος Λούθηρος. Τα Χριστουγεννιάτικα δένδρα μπορεί να είναι είτε φυσικά, κυρίως έλατα, είτε τεχνητά των οποίων η παραγωγή είναι σημαντική. Οι βιοτεχνίες παραγωγής χριστουγεννιάτικων στολιδιών είναι επίσης πολύ σημαντικές. Η υλοτομία των φυσικών δένδρων για τις ανάγκες του εθίμου γίνεται πάντα από συγκεκριμένα δενδρόφυτα.
ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΗΜΟΤΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
Τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα δένδρα στον κόσμο είναι αυτά που
στολίζονται στο Μπάκιγχαμ Πάλας στο Λονδίνο και στον Λευκό Οίκο στις
ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι σήμερα για λόγους εμπορίου τέτοια δένδρα, κατά την
περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων στολίζονται και σε χώρες μη
χριστιανικές.
Το ακριβότερο χριστουγεννιάτικο δένδρο σήμερα στον κόσμο είναι αυτό που
φέρεται στο ξενοδοχείο Εμιρέιτς Παλάς στο Αμπου Ντάμπι των Ηνωμένων
Αραβικών Εμιράτων, όπου όλα τα στολίδια του είναι πραγματικά πανάκριβα
κοσμήματα με πολύτιμες πέτρες που διατίθενται προς πώληση, η συνολική
αξία των οποίων φθάνει τα 11 εκατομμύρια δολάρια.
Το μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο στον κόσμο έχει ύψος 650 μέτρα
και πλάτος 350. Βρίσκεται στο βουνό Ιντζίνο κοντά στο ιστορικό Γκούμπιο
της Ιταλίας. Το δέντρο καταχωρήθηκε στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες από το
1991. Μόνο το αστέρι καλύπτει 1.000 τετραγωνικά μέτρα και το δέντρο
φωτίζεται με περισσότερα από 3.000 πολύχρωμα φώτα που τροφοδοτούνται
από καλώδιο που το μήκος του ξεπερνά τα 8,5 χιλιόμετρα.
ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΖΤΑΡΟΙ
Το δέντρο αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο όμορφα χριστουγεννιάτικα έθιμα.
Σε κάθε σπίτι έχει καθιερωθεί ο στολισμός του. Στη βάση του τοποθετείται
συνήθως μια φάτνη που αναπαριστά τη γέννηση του Χριστού ενώ στη κορυφή
υπάρχει το αστέρι της Βηθλεέμ που οδήγησε τους μάγους στο θείο βρέφος.
Αντίστοιχα καθαρά ελληνικό παραδοσιακό έθιμο αποτελεί το στολισμένο
καραβάκι.
Το ελληνικό παραδοσιακό καραβάκι, που τώρα έχει αντικατασταθεί από το
έλατο, συμβολίζει την καινούρια πλεύση του ανθρώπου στη ζωή μετά τη
γέννηση του Χριστού. Κατά την παράδοση, το κατασκεύαζαν τα παιδιά για τις
χριστουγεννιάτικες γιορτές και το περιέφεραν στους δρόμους όταν έλεγαν τα
κάλαντα.
Χριστουγεννιάτικες Συνήθειες:
Ανήμερα των Χριστουγέννων, οι πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία και αφού
τελειώσει η Θεία Λειτουργία, ψήνουν ένα παραδοσιακό φαγητό την ‘γουρνάδα’ σε σπίτια και αυλές. Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα τα παιδιά τα ψάλλουν είτε ανήμερα είτε την παραμονή. Παλαιότερα η κάθε παρέα που έλεγε τα κάλαντα χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών με ξύλα και μόλις η νοικοκυρά της άνοιγε πήγαιναν προς το τζάκι και ανακάτευαν την φωτιά με ξύλα, λέγοντας ευχές για την νέα χρονιά.
Το Χριστόψωμο
Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά (από ξερό βασιλικό κ.λ.π.).
Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω – γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.
Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα, το Χριστό.
Στη Μάνη κάθε οικογένεια στο φούρνο του σπιτιού «ρίχνει» τα χριστόψωμα, για να τα κόψει στο τραπέζι των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης σταυρώνοντάς τα, και ευχόμενος «Χρόνια πολλά και του χρόνου». Τα χριστόψωμα κατασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς.
Στη Σπάρτη, σε κάθε σπίτι, δυο τρεις μέρες πριν, ζυμώνουν 1 – 15 καρβέλια ψωμί. Το ένα, που το τρώνε ανήμερα των Χριστουγέννων, είναι το ψωμί του Χριστού και το πλάθουν σε σχήμα σταυρού από ζύμη. Τ’ άλλα χριστόψωμα τα κάνουν με αμύγδαλα και καρύδια.
Οι Σαρακατσάνοι τσοπάνηδες φτιάχνουν δύο χριστόψωμα. Το πρώτο, το καλύτερο και με τα πιο πολλά κεντίδια, είναι για το Χριστό «για να τους φυλάει και να τους ευλογάει». Πάνω του σκαλίζουν ένα μεγάλο σταυρό – φεγγάρι με πέντε λουλούδια.
Το δεύτερο, η τρανή Χριστοκουλούρα ή Ψωμί του Χριστού, είναι για τα πρόβατα. Έτσι τα τιμά ο βοσκός και τα ευλογά ο Χριστός. Στη Χριστοκουλούρα παριστάνεται με ζύμη, όλη η ζωή της στάνης, δηλαδή η μάντρα, τα πρόβατα, οι βοσκοί κ.λ.π.
Στην Κεφαλλονιά όλο το σόι συγκεντρώνεται στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου. Στο πάτωμα τοποθετούν τρία δαυλιά «χιαστί» και πάνω τους βάνουν την «κουλούρα».
Όλοι κάνουν ένα κλοιό γύρω ακουμπώντας καθένας με το δεξί του χέρι την κουλούρα. Ύστερα ο νοικοκύρης ψάλλει το «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός…» και ρίχνει λάδι στα δαυλιά, βάζοντάς τα στη φωτιά. Μετά κόβει την κουλούρα, τη μοιράζει και δειπνούν όλοι μαζί.
Στην Κρήτη το χριστουγεννιάτικο ψωμί το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Η ετοιμασία του είναι ολόκληρη ιεροτελεστία: χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα, γαρίφαλα και καθώς ζυμώνουν λένε: “Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει.”
Όταν πλάσουν το ζυμάρι, παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα, ενώ με την υπόλοιπη φτιάχνουν ένα σταυρό με λωρίδες και τον τοποθετούν πάνω στο ψωμί. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι και στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια , φύλλα, καρπούς, πουλάκια.
Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, ανταλλάσσοντας πολλές ευχές.
Το Χριστόξυλο (έθιμο της Μακεδονίας)
Στα χωριά της βορείου Ελλάδας, ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια τις παραμονές των γιορτών και διαλέγει το Χριστόξυλο, δηλαδή το πιο όμορφο, γερό και χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά, που θα το πάει σπίτι του, με σκοπό να καίει συνέχεια στο τζάκι από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα. Ο λαός πιστεύει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ.
Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει καλά το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού θα ανάψει την καινούρια φωτιά και θα μπει στην πυροστιά το Χριστόξυλο, με ευχή όλων να αντέξει για όλο το δωδεκαήμερο των γιορτών.
Η σφαγή του γουρουνιού στη Θεσσαλία
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Θεσσαλίας είναι το σφάξιμο του γουρουνιού. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα.
Τρεις-τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της. Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που είχαν ηλικία πολλές φορές 20-25 ετών. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως “γουρουνοχαρά”.
Το σφάξιμο των γουρουνιών δεν συνέπιπτε τις ίδιες ημερομηνίες κατά περιφέρειες. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5-6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Στεφάνου. Γι’ αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν “γουρουνοστέφανος”. Υπάρχουν όμως και μικρές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο, μετά τα Χριστούγεννα.
Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά τεμάχια. Το λίπος αυτό, αφού το έλιωναν πρώτα, το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί το θεωρούσαν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.
Η κοτόσουπα
Κύριο πιάτο την ήμερα των Χριστουγέννων είναι η γαλοπούλα. Την πρωτοχρονιά η συνήθεια ήταν να φτιάχνουν κότα ή “κούρκο” (γαλοπούλα) γεμιστό με κάστανα, καρύδια, σταφίδες, κιμά, κρεμμύδι, πιπέρι και μαϊντανό, όλα καβουρδισμένα. Το έθιμο της γαλοπούλας έφτασε στην Ευρώπη από το Μεξικό το 1824 μ.Χ. Ένα άλλο συνηθισμένο πιάτο είναι το ψητό χοιρινό κρέας. Υπήρχε όμως και η εποχή που τη μέρα αυτή έτρωγαν χοιρινό με πρασοσέλινο ή όποιο άλλο κρέας με πιλάφι.
Ωστόσο, σε αρκετές περιοχές της χώρας μας διατηρείται το έθιμο της κοτόσουπας, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία και στην Κρήτη. Παλαιότερα η κοτόσουπα αποτελούσε το κυρίως πιάτο που έτρωγαν οι Έλληνες όταν επέστρεφαν από την εκκλησία.
Οι τηγανίδες (Χωριά της Έξω Μάνης)
Σε όλα τα σπίτια, παραμονές Χριστουγέννων θα έπλαθαν και θα έψηναν τις τηγανίδες, τα μανιάτικα λαλάγγια. Στο σοφρά ή σε κάποιο τραπέζι κοντά στην φωτογονία, η μητέρα και τα κορίτσια έπλαθαν το έτοιμο ζυμάρι σε χοντρό μακαρόνι, τις τηγανίδες, και το δίπλωναν τεχνικά στα τέσσερα.
Μετά το έριχναν στο μεγάλο τηγάνι που ήταν γεμάτο καυτό λάδι πάνω στη φωτιά, για να ψηθεί. Η πρώτη τηγανίδα, μεγάλη και στρογγυλή με σταυρό στη μέση ήταν του Χριστού, η δεύτερη παρόμοια του σπιτιού κ.λ.π.
Τις ψημένες τηγανίδες τις έβαζαν μέσα σε μπουρέκια (στρογγυλά μπακιρένια ταψιά) και σε λεκάνες. Όταν στράγγιζαν καλά τις έβαζαν σε κοφίνια και τις κρεμούσαν ψηλά. Η ποσότητα του ζυμαριού που θα γινόταν τηγανίδες ήταν αρκετή και πάντοτε ανάλογη με τον πληθυσμό της φαμελιάς.
Το έθιμο της ζύμης στην Κρήτη
Σε χωριά της επαρχίας Αμαρίου, στην Κρήτη, τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων βάζανε λίγη κοινή ζύμη σ’ ένα πιάτο και κάποια στιγμή, ενώ ξενυχτούσαν συζητώντας περιμένοντας, η ζύμη ανέβαινε και γινόταν προζύμι. Τότε, κατά την πίστη των ανθρώπων, ήταν η ώρα που γεννάται ο Χριστός (ο Χριστός γεννάται κι ανασταίνεται κάθε χρόνο, γιατί για την Εκκλησία ο χρόνος έχει άλλους συμβολισμούς).
Το έθιμο του αναμμένου πουρναριού στην Ήπειρο
Στην Ήπειρο έχουν μια ωραία συνήθεια που τη βασίζουν σε μια παλιά παράδοση. Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, λέει, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήτανε νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους.
Από τότε, λοιπόν, έχουν τη συνήθεια στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.
Ακόμη και στα Γιάννενα το ίδιο κάνουν. Μόνο που εκεί δεν κρατούν ολόκληρο το κλαρί το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους, αλλά κρατούν στη χούφτα τους μια χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται:
«Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!»
Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν το πατρικό τ’ όνομα να σβήσει.
Το τάϊσμα της βρύσης
Στην Κεντρική Ελλάδα οι κοπέλες, τα μεσάνυχτα ή προς τα χαράματα των Χριστουγέννων (αλλού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς), πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση “για να κλέψουν το άκραντο νερό”. Το λένε άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δε βγάζουν λέξη σ’ όλη τη διαδρομή. Όταν φτάνουν εκεί, την “ταΐζουν”, με διάφορες λιχουδιές: βούτυρο, ψωμί, τυρί, σιτάρι ή κλαδί ελιάς και λένε:
“Όπως τρέχει το νερό σ’ βρυσούλα μ’, έτσ’ να τρέχ’ και το βιο μ'”.
Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, “κλέβουν νερό” και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες, μέχρι να πιουν όλοι από τ’ άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια.
Κλωνάρια στο τζάκι ή Πάντρεμα της φωτιάς
Την παραμονή των Χριστουγέννων σε πολλά μέρη της Ελλάδας “παντρεύουν”, τη φωτιά. Παίρνουν δηλαδή ένα ξύλο με θηλυκό όνομα π.χ. κερασιά και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα. Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους.
Στη Θεσσαλία, επιστρέφοντας από την εκκλησία στο σπίτι, τα κορίτσια βάζουν παραδίπλα στο αναμμένο τζάκι κλωνάρια κέδρου που τα ξεδιαλέγουν, ενώ τα αγόρια τοποθετούν κλαδιά από αγριοκερασιά. Τα μικρά αυτά κλαδιά δέντρων αντιπροσωπεύουν τις προσωπικές τους επιθυμίες για την πραγματοποίηση μιας όμορφης ζωής. Φροντίζουν μάλιστα τα κλαδιά αυτά να είναι λυγερά και παρακολουθούν με ενδιαφέρον ποιο κλωνάρι θα καίει πρώτο, καθώς λένε πως αυτό είναι καλό σημάδι για το κορίτσι ή το αγόρι, αντίστοιχα, και συγκεκριμένα πως θα είναι αυτό που θα παντρευτεί πρώτο.
“Tα καρύδια”
Παραδοσιακό ομαδικό παιγνίδι που παίζουν τα παιδιά στην Ήπειρο
Την ημέρα των Χριστουγέννων, τα παιδιά, κορίτσια και αγόρια , παίζουν “τα καρύδια”. Το παιχνίδι είναι ομαδικό και παίζεται ως εξής:
Κάποιο παιδί χαράζει με ένα ξυλάκι στο χώμα μια ευθεία γραμμή.
Πάνω σε αυτή την ευθεία γραμμή κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά.
Μετά, ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή – σειρά των καρυδιών, σκυφτός, με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, σημαδεύει κάποιο από τη σειρά των καρυδιών.
Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης.
Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να κερδηθούν όλα τα καρύδια…
Το κυνήγι τα Χριστούγεννα (Χωριά Έξω Μάνης)
Κατά τη διάρκεια της σαρακοστής τα περισσότερα παιδιά βγαίνανε κυνήγι. Τα βράδια, όταν το σούρουπο έπεφτε για καλά και το κρύο άρχιζε να τσούζει, παίρνανε το φακό και γυρίζανε στα χαλάσματα και στα σπήλια κοντά στο χωριό.
Στόχος τους οι γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν εκεί. Τα θαμπώνανε με το φακό και τα πιάνανε. Αν ήταν πολύ ψηλά, τα χτυπούσανε με τις σφεντόνες. Η μάνα ή κάποια μεγάλη αδερφή, μετά από πολλή γκρίνια τους, τα καθάριζαν και τα πάστωναν. Τα βάζανε σε πήλινα ή γυάλινα βάζα, για να τα φάνε τα Χριστούγεννα. Πολλά παιδιά μάζευαν είκοσι και περισσότερα πουλάκια και καμάρωναν για τις … κυνηγετικές ικανότητες τους και για την σοδειά τους. Και όταν ζύγωναν οι γιορτές, άρχιζαν οι παραδοσιακές ετοιμασίες. Το σπίτι έπρεπε να βάλει τα γιορτινά του και όλο το χωριό να καθαριστεί και να ετοιμαστεί, για να υποδεχτεί τους ξενιτεμένους του που θα έρχονταν να κάνουν γιορτές με τους δικούς τους.
ΥΓ. ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΡΟς ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΓΙΑ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΘΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
Γράφει:Ο δημοσιογράφος και Ιστορικός Παναγιώτης Κουλουμπής