ΣΟΥΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ “Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ”!
ΓΙΑΤΙ ΤΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ; ΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΟΤΙ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΙΟ ΓΝΩΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΡΟΘΥΠΟΥΡΓΟ AΛΛΑ ΑΠΕΙΡΑ ΠΙΟ ΑΓΑΠΗΤΟ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ; ΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΟΤΙ ΕΙΧΕ ΠΡΟΤΑΘΕΙ (ουτε μια, ουτε δυο, αλλά..) ΠΕΝΤΕ ΦΟΡΕΣ ΓΙΑ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ; ΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΟΤΙ ΠΑΡ` ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΥΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΜΕΛΑΝΧΟΛΙΚΟ ΑΤΟΜΟ? ΟΤΙ Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΗΤΑΝ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΣΑΝ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ; Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΕ «ΈΧΩ ΕΞΙ ΠΑΙΔΙΑ. ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ ΠΟΥ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΑ». ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕ ΚΥΡΗΧΤΗΚΕ ΕΘΝΙΚΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΙΣΧΥΕ ΓΙΑ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΩΣ ΑΡΓΙΑ; OTI ΚΑΙ ΠΑΡ ΟΛΟ ΠΟΥ ΣΕ ΟΛΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΖΩΗ ΣΧΟΛΙΑΖΕ ΚΑΙ ΣΑΤΥΡΙΖΕ KAI ΡΕΖΙΛΕΥΕ ΚΑΘΕ ΠΟΛΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΡΧΟΝΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΓΙΝΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΑΠΑΝΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΜΕ ΤΙΜΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ; ΟΤΙ ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΝΕΜΗΘΗΚΕ ΤΟ ΠΑΡΑΣΗΜΟ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΕΝΑ ΠΑΡΑΣΗΜΟ ΠΟΥ ΔΙΝΟΤΑΝ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΣΥΝΗΘΩΣ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ.
Mιά μοναδική ερευνά για τον Μεγάλο ποιητή μας με άγνωστες πτυχές, δραστηριότητες και στιγμές της ζωής του και της συγγραφικής και ποιητικός καριέρας του που ως σήμερα ήταν παντελώς άγνωστες.
Kάθε τέτοιες ήμερες πλησιάζοντας οι αποκριές όλοι θυμούνται τον Μεγάλο Έλληνα και Συριανό ποιητή Γεώργιο Σουρά. Τι Άδικο!
Μέσα σε όλο αυτόν τον Φραμπαλά και μέσα σε όλο αυτόν τον Χαβαλέ και σε όλο αυτόν τον χαμό των αστείων έχουμε συνηθίσει να κολλάμε και τον Ποιητή μας. Άδικο και μέγα λάθος!
Για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς πραγματικά δεν ξέρει ποιος ήταν αυτός ο Γεώργιος Σουρής?
Ένας γίγαντας της ποίησης και της λογοτεχνίας ένας αγωνιστής της Ελληνικής υπερηφάνειας , ένας ατρόμητος δημοσιογράφος και εκδότης μιας εφημερίδας που ήταν η πρώτη στο είδος της στα χρονικά του τύπου. Και ο οποίος, δυστυχώς, όχι απλά έχει αδικηθεί από την νεο-Ελληνική πολιτεία και από τον ίδιο τον τόπο που τον γέννησε αλλά έχει σχεδόν λησμονηθεί και τον θυμόμαστε πλέον μόνο κάθε αποκριές.
Αξίζει πραγματικά να βρίσκεται μέσα σε όλο αυτόν τον χαμό του αποκριάτικου πολύχρωμου θορυβιοζικου σκηνικού? Αξίζει πραγματικά να τον ξέρουμε και να τον θυμόμαστε μόνο σαν ένα πολύ κάλο Έλληνα σατυρικό ποιητή;
Όχι δεν του αξίζει αυτό. Ο Γεώργιος Σουρής ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο και σημαντικότερο?
Τον άνθρωπο αυτόν θα έπρεπε να τον έχουμε σε πολύ μεγαλύτερη υπόληψή και να τον θυμόμαστε σε περισσότερες σοβαρές στιγμές της εγχώριας η και της εθνικής μας καθημερινότητας.
Δυστυχώς τον έχουμε υποβιβάσει νομίζοντας πως απλά ήταν ένας σατυρικός ποιητής και τον θυμόμαστε μόνο κάθε αποκριές απαγγέλοντας μερικές Σάτιρες του έτσι για τα μάτια και ώτα του κόσμου χωρίς καμιά αναφορά στην τεραστία αξία και ιστορία του.
Οι σάτιρες του Γεωργίου Σουρή ήταν και είναι ακόμα και σήμερα κάτι πολύ πιο σημαντικό και αξιόλογο από απλές σάτιρες. Είναι μια ιστορία ανάλογη όπως αυτήν που έγραφε ο Αριστοφάνης και ο Όμηρος.
Ο Γεώργιος Σουρής Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της εποχής του. Ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, και ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές και συγγραφείς της νεώτερης Ελλάδας αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους και επιδραστικότερους ποιητές της Ευρώπης.
Για το λόγο αυτό χαρακτηρίστηκε και ως «ο σύγχρονος Αριστοφάνης».
Ως άνθρωπος, ο ποιητής που έκανε επί δύο γενεές του Έλληνες να ευθυμούν αλλά και να σκέφτονται σοβαρά και ώριμα, ενώ θα περίμενε κάνεις πως θα ήταν ένας φιλόδοξος δυναμικός άντρας γεμάτος εμπιστοσύνη που εξέπεμπε γύρω του δύναμη, «ήταν ολιγόλογος, σοβαρός και μελαγχολικός την όψιν, άκακος ως αρνίον και πρότυπον καλού χριστιανού και οικογενειάρχου».
Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι παιδιά, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της, που καθώς «ήταν αδέξιος και ανέμελος» είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας. Είχε πλάκα σαν παιδάκι. Καλούλης και σχεδόν αθώος. Όταν τον ζούσες όμως καταλάβαινες πως πρώτα από όλα ήταν πολύ μορφωμένος και απίστευτα ενημερωμένος όχι μόνο για τις ιστορικές και πολιτικές εξελίξεις γύρω του αλλά και μεγάλος γνώστης της Ελληνικής ιστορίας και λάτρης της φιλοσοφίας. Λέγεται ότι αγαπούσε τον Νιτσε και ήταν επηρεασμένος από αυτόν. Απόδειξη της Νιτσεικης του συμπάθειας ήταν ότι χρησιμοποιούσε τον λόγο με τέτοιο τρόπο που ανάγκαζε τους αναγνώστες του να διαβάζουν προσεκτικά τι γράφει για να καταλάβουν ενώ παραλληλία ειρωνευόταν. Καυτηρίαζε και σατίριζε τους πάντες και τα πάντα.Ακόμα και τον εαυτό του. Έτσι ακριβώς όπως έκανε ο Νιτσε.
Ονομαστό ήταν το φιλολογικό του σαλόνι. Το ίδιο το σαλόνι του σπιτιού του στο οποίο σύχναζαν όλοι οι ποιητές και συγγραφείς της εποχής του και καθόταν με τις ώρες συζητώντας τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Στο σπίτι του σύχναζαν οι μεγαλύτεροι και σημαντικότεροι ποιητής και λογοτέχνες της εποχής εκείνης. Τα αστέρια κυριολεκτικά. Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Πολέμης, Γιώργος Δροσίνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Μπάμπης Αννινος, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Μιλτιάδης Μαλακάσης και πολλοί άλλοι διανοητές.
(από αριστερά): Ι. Ψυχάρης, Δ. Κακλαμάνος, Γ. Κασδόνης (εκδότης), Ι. Βλαχογιάννης, Κ. Παλαμάς, Γ. Δροσίνης, Γρ. Ξενόπουλος. Καθιστοί: Θ. Βελλιανίτης, Α. Περρής (εκδότης), Ν. Πολίτης, Στ. Στεφάνου, Μ. Λάμπρος, Γ. Σουρής, Εμμ. Ροΐδης, Εμμ. Λυκούδης)
Από τις 2 Απρίλη 1883 και για 36 συνεχή χρόνια, έγραφε μόνος του κάθε βδομάδα την τετρασέλιδη εφημερίδα του Ο Ρωμηός, η οποία ήταν ολόκληρη έμμετρη, από τον τίτλο της (Ο Ρωμηός, εφημερίς – που την γράφει ο Σουρής) μέχρι τις μικρές αγγελίες της! Η κυκλοφορία της σταμάτησε λίγο πριν τον θάνατό του, συμπληρώνοντας συνολικά 1444 τεύχη.
Ένας σοφός πανεπιστήμονας, που μας άφησε ένα μεγάλο έργο, τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα, και ένας έξοχος τεχνίτης του λόγου, με τέλεια αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου, με άψογες φαρμακερές και συνάμα λυτρωτικές ομοιοκαταληξίες…
Ποιητής, δημοσιογράφος και εκδότης, πολύ δημοφιλής στο κοινό της εποχής του, κυρίως χάρη στην εβδομαδιαία εφημερίδα Ο Ρωμηός, την οποία εξέδιδε από το 1883 έως το 1918.
Η Σημαντικότητα τα του δεν επικεντρώνεται στην ποίηση του αλλά στον τρόπο που χρησιμοποίησε την Ποίηση του ώστε να επηρεάσει και να «ξυπνήσει» με τον καλύτερο τρόπο την Κοινή Γνώμη να ανοίξει τα μάτια της στην διαφαινόμενη όλο και περισσότερο υποκρισία των πολιτικών που από εκείνη την εποχή έχει αρχίζει να διαφαίνεται όλο και πιο έντονη στην ζωή των Ελλήνων.
Κατ αρχάς θα πρέπει να τονίσουμε κάτι σημαντικό για την εποχή εκείνη.
Εκείνη η εποχή είναι μια εποχή που η ποίηση και Οι ποιητές έχουν μεγάλη , σημαντική και επιδραστική επιρροή πάνω στους Έλληνες και γενικότερα στους ανθρώπους όχι μόνο σε ελληνικό επίπεδο αλλά σε πανευρωπαϊκό. Σε όλα τα κοινωνικά επίπεδά. Η Ποίηση και τα ποιήματα είναι καραμέλες στα στόματα των ανθρώπων κάθε ηλικίας και κάθε κοινωνικής στάθμης.
Η ποίηση κατέχει σημαντικότατο κομμάτι στην εξέλιξη των ιδεών, του τρόπου σκέψης και ζωής σε όλους τους Ευρωπαίους και στην Άλλη μεριά του Ατλαντικού την Αμερική..
Οι Ποιητές με τα ποιήματα τους μιλούν για τα προβλήματα των ανθρώπων, τις εξελίξεις. Την ιστορία, τα όνειρα και τις ελπιδες τους.
Τα ποιήματα γίνονται ύμνοι. Ελεγείες . Λόγια για επαναστάσεις. Για αγώνες για να πηγαίνουν στο μέτωπο να πεθάνουν για την πατρίδα και τις ιδέες τους.
Βασικά Οι ποιητές κάνουν ένα είδος πολιτικής τόσο επιδραστικής που κυριολεκτικά αγαπιούνταν με πάθος από τον κόσμο και τους φοβούνται με θανάσιμο μίσος οι πολιτικοί.
Απλά γιατί επηρεάζουν τον κόσμο. Και Ο Γεώργιος Σουρής αγαπήθηκε με πάθος εκφράζοντας την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Αγωνιστές (εκείνη την εποχή) αλλά συγχρόνως ένας λαός χαρούμενος με διάθεση πάντα να χαμογελά παρ όλη την φτώχια του και τα φοβερά οικονομικά. Πολιτικά αλλά και εθνικά προβλήματα που είχε εκείνη την εποχή.
Μια εποχή που Ελλάδα μπαίνει από τον ένα πόλεμο και βγαίνει από τον άλλο λαβωμένη για να μπλεχτεί σε ένα άλλο. Τρομακτική εποχή.
Ο Σουρής λοιπόν έκανε κάτι πολύ έξυπνο και απίστευτα δύσκολο. Σχολίαζε την επικαιρότητα με τον πιο αγαπητό τρόπο εκείνης της εποχής. Με την ποίηση.
Έκανε πολιτική όχι «τρολάροντας» αλλά με ουσία και με σοβαρότητα χρησιμοποιώντας αυτό που είχαν ανάγκη πάντα οι άνθρωποι. Το Χιούμορ.
Για να το πετύχει αυτό δημιουργεί μια εφημερίδα.
Η Παγκόσμια πρωτοτυπία και η σημαντικότητα της Ιστορίας της εφημερίδας αυτής είναι ότι ΟΛΟΚΛΗΡΗ είναι έμμετρη.. Δηλαδή Τα πάντα είναι ποίηση. Και Την Γράφει ολόκληρη μονός του ο Γεώργιος Σου ρης.
Η εφημερίδα αυτή ονομαζόταν με το επίσης πανέξυπνο και εφευρετικό όνομα Ρωμιός και την ιδέα του ονόματος την είχε ο φίλος του και άλλος μεγάλος Έλληνας ποιητής Γεώργιος Δροσίνης.
Στις σελίδες του Ρωμηού σχολιάζεται εύθυμα όλη η ιστορία αυτών των 36 χρόνων. Αυτό που εντυπωσιάζει τον σημερινό αναγνώστη, πέρα από την αβίαστη ροή του στίχου του Σουρή, είναι το πόσο λίγο έχουν αλλάξει ορισμένες καταστάσεις και χαρακτηριστικά των Ελλήνων. Μέσα από την εφημερίδα αυτή καυτηρίαζε και σατίριζε την εποχή του και την πολιτική κατάσταση, προσπαθώντας να εξυψώσει το πολιτικοκοινωνικό επίπεδο του λαού του, και δημιούργησε τους τύπους του Φασουλή και του Περικλέτου, οι οποίοι σύντομα έγιναν δημοφιλέστατοι στο λαϊκό κοινό.
Ο Ρωμηός αγαπήθηκε πολύ από τον λαό και διαβαζόταν άπληστα από τον ελεύθερο και υπόδουλο ελληνισμό. Για 36 χρόνια και οκτώ μήνες κυκλοφορούσε τακτικά κάθε Σάββατο και έκανε δημοφιλή τον Σουρή. Ο Φασουλής και ο Περικλέτος («ο καθένας νέτος σκέτος»), οι δύο λαϊκοί τύποι που δημιούργησε, σχολίαζαν με εύθυμη διάθεση και πνευματώδη δηκτικότητα τα σπουδαιότερα γεγονότα της εβδομάδας. Οι δυο ήρωές του εκπροσωπούσαν την κοινή γνώμη και το αναγνωστικό κοινό του Ρωμηού χαιρόταν το κέφι, την εξυπνάδα και τον πατριωτισμό τους. Τα θέματα της σάτιρας του Σουρή ήταν κοινωνικά και πολιτικά.
Με την καθημερινή παρουσία του, ο «Ρωμηός» έγινε η αγαπημένη εφημερίδα κάθε Έλληνα και ο Σουρής το πιο γνωστό όνομα στον τόπο, μετά τον πρωθυπουργό. Πολλοί όμως αμφισβήτησαν το έργο του, που το θεώρησαν ως καθαρά κοινωνικό και χωρίς ποιητική πνοή.
Ωστόσο κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Σουρής με το έργο του αγκάλιασε το λαό, μιλούσε τη γλώσσα του και του ανέλυε τα προβλήματα του. Για το λόγο αυτό αγαπήθηκε περισσότερο απ’ όλους τους σύγχρονους του, και στην εποχή ακριβώς που ο λαός είχε ανάγκη από τη βοήθεια που του πρόσφεραν οι ποιητές του. Ενδεικτικές της απήχησης του «Ρωμηού», όχι μόνο στο λαό, αλλά και στους πνευματικούς ανθρώπους, είναι οι επόμενες κρίσεις:
Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που έγραψε: «Χαίρε Σουρή, συ όστις απέδειξες ότι υπάρχει ακόμη ελληνική ευφυΐα» και του Εμμανουήλ Ροΐδη, σύμφωνα με το κείμενο του οποίου: `Κατά την ορθήν του Αριστοτέλους διάκρισιν του ζώου από τον άνθρωπο, ότι μόνον ο άνθρωπος γελά μεγάλη χρεωστούσιν οι Έλληνες ευγνωμοσύνην εις τον ποιητή του «Ρωμιού», τον επί δεκαετίας ήδη παρέχοντα εις αυτούς, κατά πάσαν εβδομάδα, αφορμήν να επιδείξουν τον τοιούτον ανθρωπισμό των».
Συμπαθέστατος κι εκτιμώμενος απ’ όλους προτάθηκε το 1908, για το βραβείο Νόμπελ, με την πρόθυμη πρωτοβουλία και της Βουλής. Το 1911 τιμήθηκε με τον Χρυσούν Σταυρό Του Σωτήρος.
Είχε εξαιρετική ευκολία στη στιχουργία, ιδιοφυΐα στην εύρεση του κωμικού, αδιάπτωτο κέφι και καλοπροαίρετη σατιρική διάθεση. Χτυπώντας τη φαυλότητα όπου την έβρισκε και στο λαό και στους άρχοντες νουθετούσε και δίδασκε, χωρίς να υβρίζει και να δημιουργεί εχθρούς.
Πιο κάτω στο άρθρο μπορείτε να διαβάσεται πως σατιρίζει τον Ρωμιό σε ένα ποίημα του για να καταλάβετε τον τρόπο που λειτουργούσε και έγραφε.
Η γλώσσα του είναι μικτή. Χρησιμοποιεί πολύ τη δημοτική, αλλά συχνά στα ποιήματά του υπάρχουν αρκετές λόγιες λέξεις και φράσεις, για λόγους είτε μετρικούς είτε σατιρικούς. Είχε άλλωστε συγκρουστεί εντονότατα με τον Γιάννη Ψυχάρη και τους μαχητικούς δημοτικιστές των αρχών του 20ού αιώνα[1]. Βεβαίως, κάποιοι τον είπαν στιχοπλόκο και κατηγόρησαν το έργο του υποστηρίζοντας πως στερείται ποιητικής αξίας ή ότι είναι εντελώς επιφανειακό.
Ο Σουρής έτσι έγινε διάσημος και αγαπήθηκε τρελά από τους Έλληνες. Όχι γιατί ήταν ένας πανέξυπνος εφευρετικός και πολύ καλός χειριστής της γλώσσας ποιητής αλλά γιατί με τα γραπτά του στον Ρωμιό καυτηρίαζε την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ της Σύρου και της Ελλάδας γενικότερα.
Έτσι αγαπήθηκε και ήταν ένας από τους διασημότερους Έλληνες μαζί με τον Θεοτοκά στην Ελλάδα. Καυτηριάζοντας και οι δυο τους με τα γραπτά τους τις καθημερινές εξελίξεις στον τόπο τους . Η πολιτική είναι δυο ειδών πράγματα.. Η μικροπολιτίκη των συμφερόντων και η αγνή πολιτική που ο κάθε ένας έχει δικαίωμα σεβόμενος τους νόμους , την ευγένεια, τους συμπολίτες , την γλώσσα και προπάντων την ιστορία του να κάνει.
Αυτό έκανε ο Γεώργιος Σουρής . Μιλούσε για πράγματα που θα έπρεπε να έχουν γίνει στον τόπο μας. Αλλά αντί να χρησιμοποιεί μικροπολιτική στυλ ΦΥΛΑΔΩΝ ΚΑΙ ΜΑΥΡΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ που είναι το κλασικό στυλάκι της πολιτικής των διαπλεκομένων και διευθαρμένων πολιτικών και του σιναφιού τους χρησιμοποιούσε την Ποίηση στην οποία ήταν απίστευτα καλός. Θεϊκά καλός.
Χρησιμοποιούσε την Ποίηση ανακατεύοντας την με τις καθημερινές κοινωνικές και πολίτικες εξελίξεις μαζί με την Ιστορία του τόπου μας δείχνοντας πόσο ωραίος λαός είμαστε στο παρελθόν και πόσο υπερήφανοι θα πρέπει να νιώθουμε μην αφήνοντας κανένα να παίζει παιχνίδια στην πλάτη μας. ΚΑΝΕΝΑ ΑΣΧΕΤΟ πολιτικάντη… Ένα είδος Μοναδικής Υγιούς πολίτικης συμπεριφοράς που κάνεις ως τότε δεν είχε κάνει και δεν είχε τολμήσει.
Στιριγμενη στην μεγάλη αρχαία ελληνική φιλοσοφία αυτή η οποία διδάσκεται μέσα από τα κείμενα και τις ιδέες των Ελλήνων φιλοσόφων και των μεγάλων μετέπειτα Ευρωπαίων φιλοσόφων οι οποίοι επηρεάστηκαν από το ελληνικό φιλοσοφικό στυλ δημιουργώντας το Λεγόμενο Ευρωπαϊκό Πνεύμα.
Ο Σουρής προτάθηκε 5 χρονιές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας:
To 1907, από 9 μέλη της Ένωσης Ελλήνων Καλλιτεχνών, τον καθηγητή Φιλολογίας και Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιο Χατζιδάκη, τον Πρόεδρο της Βουλής Νικόλαο Λεβίδη με άλλους 100 βουλευτές.
Το 1908 (η πρόταση του 1908 φέρει δυσανάγνωστη υπογραφή).
Το 1909, από τον Φιλολογικό Όμιλο Παρνασσό[6] και τους Δημήτριο Πατσόπουλο[7] και Παύλο Καρολίδη.
Το 1911, από την Ελληνική Φιλολογική Εταιρεία (με έδρα την Κωνσταντινούπολη)
Το 1912, ξανά από τον Γεώργιο Χατζιδάκη.
Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου 1853. Ο πατέρας του με καταγωγή από τα Κύθηρα ήταν έμπορος (η μητέρα του καταγόταν από τη Χίο) και τον προόριζε για κληρικό, αλλά για οικονομικούς λόγους αναγκάστηκε να τον στείλει υπάλληλο στο κατάστημα ενός Έλληνα σιτεμπόρου στο Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ) της Ρωσίας. Ήταν πάντα αφηρημένος γιατί δεν του άρεσε το εμπόριο και γέμιζε τα κατάστιχα με στίχους που έγραφε κρυφά.
Γύρισε στην Ελλάδα το 1879 και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τα προς το ζην εργαζόταν ως γραφέας σ’ ένα συμβολαιογραφείο και παράλληλα έγραφε ποιήματα και συνεργαζόταν με σατιρικές εφημερίδες της εποχής: Ασμοδαίος του Εμμανουήλ Ροΐδη, Μη χάνεσαι! του Βλάσση Γαβριηλίδη και Ραμπαγάς του Κλεάνθη Τριανταφύλλου. Το 1881 νυμφεύτηκε τη χιώτισσα Μαρή Κωνσταντινίδου, με την οποία απέκτησε τέσσερεις κόρες κι ένα γιο, τον Κρίτωνα Σουρή, ανώτερο τραπεζικό υπάλληλο και ποιητή.
Στις 2 Απριλίου 1883 εξέδωσε τον Ρωμηό, μια εβδομαδιαία έμμετρη τετρασέλιδη σατιρική εφημερίδα, την οποία έγραφε εξ’ ολοκλήρου. «Νονός» του τίτλου ήταν ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης. Ο Σουρής διέκοψε την έκδοση της εφημερίδας τον Αύγουστο, για να δώσει τις εξετάσεις του στο πανεπιστήμιο. Απορρίφθηκε, όμως, στη μετρική «μετά πολλών επαίνων», όπως έλεγε ο ίδιος, από τον καθηγητή Σεμιτέλο, τον οποίο έκανε αργότερα πασίγνωστο στο Πανελλήνιο με τους σατιρικούς του στίχους.
Τον Ιούνιο του 1884 ξανάβγαλε τον Ρωμηό και τον συνέχισε χωρίς διακοπή έως το 1918. Ο ίδιος ανήγγειλε την αποτυχία του και την επανέκδοση του Ρωμηού με τον τρόπο που ηξερε πολύ καλά. Με ένα ποιημα.
Μετά μεγάλης μου χαράς, στους φίλους αναγγέλλω,
πως εξετάσθην, των θυρών ερμητικώς κλεισμένων,
στον πολυγένη Φιντικλή και τον σπανό Σεμτέλο
και απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων!
Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες, αρχίζομε σαν πρώτα,
πάλι «Ρωμηός» και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κόττα!..
Ο θαυμασμός των συγχρόνων του προς τον Σουρή υπήρξε πολύ μεγάλος. Τον λατρευαν κυριολεκτικά και τον αγαπουσαν σαν αδελφο και εκφραστη τους. Ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλούσε «γόητα ποιητήν». Θεωρήθηκε ως ο «Νέος Αριστοφάνης», εθνικός ποιητής, προτάθηκε μάλιστα το 1906 για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Γεώργιος Σουρής πέθανε στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Το πένθος για τον χαμό του ήταν πανελλήνιο και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Κυριχτηκε εθνικο πενθος και αργια Στον τάφο του, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, στήθηκε προτομή του, έργο του γλύπτη Ν. Γεωργαντή κι άλλη μια στήθηκε στην είσοδο του Ζαππείου, έργο του γλύπτη Γ. Δημητριάδη. Μεταθανάτια του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Το 1932 στήθηκε η προτομή του στον κήπο του Ζαππείου.
Εκτός από το «Ρωμηό», όπου τα ποιήματα που έγραψε σ’ αυτόν καλύπτουν πολλούς τόμους, τα πιο αξιολογα έργα του Σουρή είναι: Η ποιητική του συλλογες. τραγουδια, τα «Αποκριάτικα» (1880), «Η κυανή βίβλος της Ελλάδας» (1881), τέσσερις τόμοι «Ποιημάτων» (που εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 1882 και 1887), τα ποιήματά του με τον τίτλο «Φασουλής φιλόσοφος» , οι επτά τόμοι των «Ημερολογίων» του, τα θεατρικά του «Από γαμπρός, παράνυφος», «Άλλα αντ` άλλων», «Αναπαραδιάρης», «Δεν έχει τα προσόντα» και άλλες δεκατρείς κωμωδίες που ανεβάστηκαν από αθηναϊκούς θιάσους. Μετέφρασε επίσης έμμετρα τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, που πρωτοπαίχτηκαν στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 1900 και συνέδεσαν τ’ όνομα του με τον Αριστοφάνη. Στα 1909, δηλαδή όσο ζούσε ο Σουρής, εκδόθηκαν δυο τόμοι από τα «Απαντά» του..
Τα πέντε παιδιά του ακολούθησαν μια ανάλογη ηρωική και σημαντική πορεία. Ο Κρίτων και η Αλεξάνδρα δεν απέκτησαν παιδιά. Η Έλλη (Μοσχονά) έζησε στην Αγγλία όπου απέκτησε τρία παιδιά, την Μαρί (άκληρη), τον Χαράλαμπο (άκληρος)και την Λητώ (Carathers) που απέκτησε μια κόρη (εν ζωή) την Jill που ζει στην Αγγλία. Η Ηρώ (Χαλμούκου) απέκτησε δύο παιδιά την Ναυσικά και τον Τάκη που δεν απέκτησαν παιδιά. Η Μυρτώ παντρεύτηκε τον Νικόλαο Δουμπιώτη (της οικογένειας των αγωνιστών από τα Δουμπιά Χαλκιδικής),τον μετέπειτα γνωστό Μακεδονομάχο Καπετάν Αμύντα (και μετέπειτα στρατηγό). Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ιωάννη και την Ελισάβετ. Ο Ιωάννης κατετάγη εθελοντής στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και “χάθηκε” στο Αλβανικό μέτωπο. Η Ελισάβετ (Γιαννακοπούλου) απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτριο και τον Νικόλαο. Και οι δύο ζουν στην Αθήνα και έχουν ο μεν Δημήτριος τρία παιδιά (Αλέξης, Φίλιππος, Βεατρίκη), ο δε Νικόλαος τρία παιδιά (Ελισάβετ, Σμαράγδα, Γεώργιος).
Εν κατακλείδι. Να θυμάστε κάτι φίλοι και φίλες μου.
Ένας λαός που έχει ξεχάσεις η ακόμα χειρότερα έχει αγνοήσει τους ποιητές του είναι ένας λαός χαμένος , Ναυαγισμένος στον ωκεανό της λήθης. Που βολοδέρνει στα άγρια κύματα χωρίς σκοπό και χωρίς όνειρα.
Η Ποίηση είναι ένα είδος μουσικής. Η ίδια η ελληνική γλώσσα είναι από μόνη της ένα είδος μουσικής και αριθμητικής.
Είναι Η μοναδική γλώσσα στον κόσμο που κάθε γραμμα, κάθε λέξη, κάθε φράση είναι από μόνο του ένα πικρό τραγούδι, μια αριθμητική πράξη.
Διαβάστε τους Έλληνες ποιητές μας. Επηρεαστείτε από αυτούς. Διαβάστε Κωστή Παλαμά. Βαλαωρίτη. Σολωμό, Σικελιανό. Τους νεώτερους Ρίτσο, Καρυωτάκη, Ελύτη… Νιώστε την υπερηφάνεια που αποπνέουν τα ποιήματα τους, Την δύναμη , την ανάταση ψυχής. Νιώστε Έλληνες. Διαβάστε ποίηση. Αληθινή ποίηση όχι στιχάκια από λαϊκά τραγούδια που σε οδηγούν σε μίζερους λανθασμένους και πολλές φορές αρρωστημένους και κοινωνικά μη αποδεκτούς τρόπους σκέψης.
Για να καταλάβεις ένα ποιητή πρέπει να τον διαβάσεις. Ο Σουρής δεν ήταν μόνο ποιητής. Ήταν Χρονικογράφος που έγραφε ποίηση .
Παρακάτω σας έχω συλλέξει μια πολύ αντιπροσωπεύτικη ανθολογία μερικών κλασικών αλλά και μη ποιημάτων του για να τον κατανοήσετε καλύτερα. Ύστερα από αυτό περιμένω να δω πως επιτέλους ΔΕΝ ΘΑ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΟΥΡΗ ΜΟΝΟ ΚΑΘΕ ΑΠΟΚΡΙΕΣ.
ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΈΛΛΗΝΑ ΣΕΒΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΩΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΟΠΩΣ ΤΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΑΥΤΕΣ ΠΟΥ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ
Ως πότε τέλος πάντων θα λέγωμεν «ως πότε;»
•Σκατά εδώ, σκατά εκεί, σκατά κι ο κόσμος όλος
κι απ’ τα πολλά πια τα σκατά μου πιάστηκε κι ο κώλος.
Έρχεται ο ένας ο σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
σαν φύγει όμως βλέπουμε πως αποσκατωθήκαμε.
•Σουλούπι, μπόι, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
(η κατά Σουρή περιγραφή του Ρωμηού)
Ἀνθολογία τῆς Οἰκονομίας
Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;
Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;
Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;
* * *
Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.
* * *
Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
* * *
Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.
* * *
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
* * *
Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!
* * *
Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη…
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.
* * *
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ.
* * *
Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.
Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο-
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.
* * *
Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
* * *
Γεωργιος Σουρης. Ποιηματα.
Ποιος είδε κράτος λιγοστό.
Ένα ποιημα που ανετα καποιος θα μπορουσε να το χαρακτηρησει προφητικο. Ένα Από τα Σημαντικότερα Ποιηματα του Γεωργιου Σουρη. Κυριολεκτικά η πραγματικη εικόνα της Ελλάδας όπως τελικα παντοτε ήταν.
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Ὁ Ῥωμηός
Ένα ακόμα ποιημα του Σουρη όπου Κενταει κυριολεκτικά με λεξεις απίστευτα ευστοχες τον Έλληνα.. Εκείνο τον Έλληνα. Το Νεοελληνα τον αιωνιο Έλληνα… Δυστυχως το παντοτινο Έλληνα που δεν θα αλαξει πότε.
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ…
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω… φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος… δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
Και Ὅμως!
Ένα ποιημα που εγραψε για τρους «αιωνιους εφηβους» που πότε δεν σοβαρευονται και πότε δεν ωριμαζουν.
Καὶ ὅμως ἐνῷ πλέον
ἐσάπισα παλαίων
εἰς τῆς ζωῆς τὴ πάλη
τὸ γῆρας τὸ μισῶ
καὶ θέλω καὶ λυσσῶ
νὰ γίνω νέος πάλι.
Τεμπελιά
Άλλο ένα ποιημα που μιλά για την «μακαριοτητα των Ελλήνων»
Δὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά,
πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ
καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα…
Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ
καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ
κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα.
Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ
καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ
καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω…
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ
ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ
μὰ …δίχως νὰ πεθάνω.
Ὁ Ῥωμηὸς στὸν Παράδεισο
Ακόμα και στον παραδεισο ο Ελληναρας θα βρει τρόπο να τα κάνει λιμπα όπως πάντα…
Θεούλη μου, τί σοῦ ῾λθε νὰ μ᾿ ἁγιάσεις;
νομίζεις πῶς θὰ μ᾿ ἔμελλε καθόλου,
ἂν ἤθελες κι ἐμένα νὰ κολάσεις
καὶ μ᾿ ἔστελνες παρέα τοῦ διαβόλου;
Μ᾿ ἀρέσει ὁ Παράδεισος, ἀλήθεια,
χωρὶς δουλειὰ σκοτώνω τὸ καιρὸ
βλέπω ἁγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ἀκούω καὶ τραγούδια θεϊκά,
μά, ἔλα ποὺ δὲν ἔχετε συνήθεια,
νὰ λέτε κι ἕνα δυὸ πολιτικά!
Σὺ κυβερνᾷς γιὰ πάντα μὲ γαλήνη
κι ὥρα ἀπ᾿ τὸ θρόνο σου δὲ πέφτεις…
Ἂς ἦταν δυνατὸν Θεὸς νὰ γίνει
καὶ ἄλλος σὰν ἐσένα, λίγο ψεύτης,
νὰ μοιρασθεῖ τῶν οὐρανῶν τ᾿ ἀσκέρι,
νὰ πᾶνε καὶ μ᾿ ἐκεῖνον οἱ μισοί,
νά ῾ρχεται αὐτός, νὰ πέφτεις σύ,
νὰ γίνεται λιγάκι νταραβέρι…
Μὰ ὅλα ἐδῶ εἶναι τακτικά,
ὁ οὐρανὸς Θεὸ ἐσένα ξέρει,
καὶ δὲ μιλοῦν πολιτικά!
Ἐδῶ ποὺ μ᾿ ἡσυχία ὅλοι ζοῦνε,
γιὰ μένα εἶναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικὰ τ᾿ αὐτιά μου ἂς ἀκοῦνε,
κι ἂς εἶμαι καὶ στὴ κόλαση, χαλάλι!
Ἂν εἶχες εἰς τὸ νοῦ νὰ μὲ κολάσεις,
καὶ μ᾿ ἔφερες κοντά σου γιὰ ποινή,
νά! κόλαση γιὰ ῾μὲ ἀληθινή…
Μά, φθάνει πιά, Θεέ μου, μὴ μὲ σκάσεις,
καὶ διῶξε με στὸ λέω παστρικά,
γιατὶ ἀλλιῶς στιγμὴ δὲ θὰ ῾συχάσεις…
Μονάχος θὰ μιλῶ πολιτικά!
Ὁ Φασουλῆς φιλόσοφος
Ένα ποιημα για τους «αμπελοφιλοσοφους» που εχουμε αφθονους στην ζωή μας και στην …ιστορία μας.
Ἐγὼ αὐτὸν τὸν Βούδδα τὸν ἐκτιμῶ πολύ…
τί ἄνθρωπος τᾠόντι καὶ ποία κεφαλή!
Ἂν κι ἦτο Βασιλέως Κραταιοτάτου θρέμμα
ἐμούντζωσε τὸν θρόνον, ἐμούντζωσε τὸ στέμμα,
καὶ τὰ βουνὰ ἐπῆρε μὲ ἱερὰν μανίαν
κι ἐδίδασκε τὸν κόσμον ἀγάπnν αἰωνίαν.
Κι ἐμόναζε ρεμβάζων αὐτὸς ὁ Ἡγεμὼν
πότε παρὰ τὸν Γαγγην ἡ ἄλλον ποταμόν,
καὶ πότε εἰς χειμάρρους κι ὑπὸ σκιὰν συκῆς,
ἀκούων ἁρμονίας ἀγνώστου μουσικῆς,
κι ἐφούντωναν ὡς δάσος τὰ μαῦρα του μαλλιὰ
κι ἐφώλιαζαν ἀπάνω λογῆς-λογῆς πουλιά.
Τροφή του ἦσαν μόνη τὰ χόρτα κι αἱ ὀπώραι
καὶ πρὸς τὰ ὕψη στρέφων καθ᾿ ἑαυτὸν ἐλάλει,
κι ἐφάνησαν ἐμπρός του τῆς Ἡδονῆς αἱ κόραι,
παγίδας νὰ τοῦ στήσουν μὲ τὰ γυμνά των κάλλη,
καὶ τῶν σαρκῶν τὸ σφρῖγος πολὺ τὸν ἐσκανδάλιζε
κι ἐκείνη τὸν ἐφίλει κι αὕτη τὸν ἐγαργάλιζε.
Ὅμως ὁ μέγας Βούδδας, κατανικῶν τὰ πάθη,
στοὺς δόλους τῆς μαγείας ἀτρόμητος ἐστάθη,
καὶ πρὶν στὸν δόλον φθάσουν τῆς Ἡδονῆς τὸν ἔννατον
καὶ εἶδαν πὼς ἐκεῖνος δὲν χάνει τὰ πασχάλια του,
μ᾿ ἀφροὺς θυμοῦ καὶ λύσσης ἐπῆραν τὰ βρεμμένα των
καὶ ἄφησαν τὸν Βούδδα νὰ κάθεται στὰ χάλια του.
Ἐγὼ αὐτὸν τὸν Βούδδα τὸν ἐκτιμῶ πολύ…
τί ἄνθρωπος τῳόντι καὶ ποία κεφαλή!
Ν᾿ ἀνθέ᾿ εἰς τόσα κάλλη τὴν ράχη νὰ γυρίση;
νὰ μὴ τοῦ φέρῃ ρῖγος καὶ τῆς σαρκὸς τὸ χνούδι; . . .
δόξα πολλὴ στὸν Βούδδα, μὰ νὰ μὲ συγχωρήσῃ
ἂν τοῦ εἰπῶ μὲ σέβας πὼς εἶναι λίγο βούδι.
Κι ἐμπρός μου εἶχαν ἔλθει μία φορὰ
γυναῖκες πονηραὶ νὰ μὲ τρελλάνουν,
ποὺ ἦσαν σὰν τὰ κρύα τὰ νερά,
καὶ ἄρχισαν τὰ μάγια νὰ μοῦ κάνουν.
Ἐστάθησαν ὁλόρθαις ἐμπροστά μου
κι ἐσκόρπιζαν ἀρώματα καὶ μύρα,
κι ἐπέμεινα κι ἐγὼ μὲ τὰ σωστά μου
νὰ δείξω σὰν τὸν Βούδδα χαρακτῆρα.
Μὰ μόλις εἶδα κάποιας λίγο πόδι
κι ἡ ἄλλη τὅνα χέρι ξεμανίκωσε,
ὁ Βούδδας μοῦ ἐφάνη τότε βώδι
κι ὁ διάβολος μ᾿ ἐπῆρε καὶ μὲ σήκωσε.
Κι ἂν ὁ Βούδδας πρὸ τῶν νεύρων
ἠγωνίζετο τὴν δρᾶσιν,
μὰ δὲν ζῇ κανεὶς εἰξεύρων
ποίαν ἄρα εἶχε κρᾶσιν.
Ἀλλ᾿ ἂν ἦτο σὰν κι ἐμένα
τὸν ἀχρεῖον, τὸν κανάγια,
δὲν θὰ πήγαιναν χαμένα
τῆς ἀγάπης τόσα μάγια.
Εἰς τὰ θεμέλια τοῦ φρενοκομείου
Ένα ποιημα για το Δρομοκαιτειον φρενοκομειο όπου λίγο ως πολύ ο Σουρης λεει..»μαζευτε τους αληθινους τρελους και χωστε τους μέσα γιατί λαθος τρελους εχετε βαλει εκεί μέσα.
(Τὸ φρενοκομεῖο χτίστηκε μὲ κληροδότημα τοῦ Χίου
φιλάνθρωπου Τζωρτζῆ Δρομοκαΐτη (ποὺ πέθανε τὸ
1880) ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, κοντὰ στὴ Μονὴ Δαφνίου,
γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ τὸ λένε καὶ «Δαφνί». Ὁ Σουρῆς δὲν
ἄφησε τὴν εὐκαιρία ποὺ τοῦ ῾δινε τὸ γεγονὸς καὶ τὸ
…καυτηρίασε δεόντως… Ἀπρίλης 1884)
Ὢ Ἑορτὴ τῶν Ἑορτῶν… Ὢ εὐτυχὴς ἡμέρα!
Ὤ! τώρα πρέπει ὁ καθεὶς τοῦ Ἄστεως πολίτης
νὰ βάλει στὸ μπαλκόνι τοῦ μιὰ κόκκινη παντιέρα
μὲ μιὰ χρυσὴν ἐπιγραφὴ «Ζωρζὴς Δρομοκαΐτης».
Ναί! τώρα πρέπει στολισμὸς μὲ δάφνες καὶ μυρσίνες,
ναί! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια καὶ ρετσίνες.
Φρενοκομεῖο κτίζεται καὶ στὴ σοφὴν Ἑλλάδα!
ἄ! ὁ Θεὸς ἐφώτισε τὸν Χιώτη τὸν Ζωρζὴ
καὶ τώρα μέσα στοῦ Δαφνιοῦ τὴ τόση πρασινάδα
θὰ βρίσκουμε παρηγοριὰ κι ἡ μνήμη του θὰ ζεῖ.
Ὢ μέγα εὐεργέτημα τῶν εὐεργετημάτων!
Ὢ μόνον οἰκοδόμημα τῶν οἰκοδομημάτων!
Θέλει λαμπρὸν Μαυσώλειον αὐτὸς ὁ κληροδότης,
παιάνας κι ἀποθέωσιν εἰς τρίτους οὐρανούς!…
Εὑρέθη μὲς στοὺς Χιώτηδες, μὲ γνώση κι ἕνας Χιώτης,
κι ἐσκέφθη ὁ μεγάλος του καὶ πρακτικός του νοῦς
πῶς μέσα στὴν Ἑλλάδα μας ποὺ πλημμυροῦν τὰ φῶτα,
Φρενοκομεῖον ἔπρεπε νὰ γίνει πρῶτα-πρῶτα.
Ἀρχηγοί
Ένα ποιημα που λεει αυτό που ολοι ξερουμε αλλά κάνεις δεν τολμα να το πει δημοσια και φανερα. Ολοι οι Έλληνες αρχηγοι είναι.. Διευθιυντες. Δημαρχοι προσθυπουργοι. Ανωριμοι ξερωλες που όλα τα ξέρουν και τίποτα δεν ξέρουν.
Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.
Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! … κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν,
ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ,
δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει,
ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι!
ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα;
ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη,
καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα;
Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα…
᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα.
Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;… πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;… θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα·
ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν,
κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα.
Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης
ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.
Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη,
ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς·
ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι,
ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς.
Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα,
ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα.
Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι,
πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς,
ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι,
κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς.
Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης,
ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης.
Γράφει:O δημοσιογράφος και Ιστορικός Παναγιώτης Κουλουμπής