Εγκατέλειψε τις σπουδές της στο μαθηματικό για να ακολουθήσει το όνειρό της, ενώ οι γονείς της ενημερώθηκαν για αυτήν της την επιλογή κυριολεκτικά λίγο πριν την πρώτη της πρεμιέρα.
Νέα, όμορφη και εξαιρετικά ταλαντούχα. Ο λόγος για την μοναδική Ελεάννα Φινοκαλιώτη, ηθοποιό και τραγουδίστρια, που σίγουρα θα μας απασχολήσει πολύ τα επόμενα χρόνια. Ένα ανερχόμενο πρόσωπο, μια δυναμική, ανεξάρτητη γυναίκα, μια παραμυθένια παρουσία. Εγκατέλειψε τις σπουδές της στο μαθηματικό για να ακολουθήσει το όνειρό της, ενώ οι γονείς της ενημερώθηκαν για αυτήν της την επιλογή, κυριολεκτικά, λίγο πριν την πρώτη της πρεμιέρα. Ξεκίνησε τις σπουδές της με σεμινάρια στο Θέατρο των Αλλαγών και στη συνέχεια σε δραματική σχολή, όπου σε συνεργασία με το Queen Margaret University πήρε το πτυχίο της. Επίσης, έχει ασχοληθεί πολύ με τον χορό. Την βρίσκουμε κάθε Σάββατο στις 22.30 στο clap Μιχάλης Κακογιάννης, παρέα με τον διεθνούς φήμης δεξιοτέχνη Παναγιώτη Μάργαρη, ενώ οι μικροί μας φίλοι, και όχι μόνο, μπορούν να την απολαύσουν κάθε σαββατοκύριακο στο θέατρο Βρετάνια και στην παράσταση «Το καπλάνι της βιτρίνας», ένα εμβληματικό έργο της Άλκης Ζέη.
-Πες μας κάποια πράγματα για εσένα. Να μας συστηθείς.
Ε: Είμαι από την Κρήτη, από τον Άγιο Νικόλαο. Έχω μεγαλώσει και εκεί και στη Ρόδο. Είμαι τοξότης και μεγάλωσα με ένα σκύλο, τον Μαξ, ένα κόλεϊ.
-Πως αποφάσισες να ασχοληθείς με αυτό τον χώρο;
Ε: Η αλήθεια είναι πως εγώ ήμουν από τα παιδιά που το είχα αποφασίσει από μικρή. Έτσι έμπαινα σε μια διαδικασία, έκανα παραστάσεις, πήγαινα, μάζευα τις καρέκλες από την γειτονιά και τις έβαζα μέσα στην εκκλησία και έστηνα μικρές παραστάσεις και έπαιζα. Το ήθελα δηλαδή. Απλά δεν μου δόθηκε η ευκαιρία, καθώς πρώτα στην Νεάπολη και έπειτα στον Άγιο Νικόλαο, δεν υπήρχε κάποια θεατρική ομάδα, δεν υπήρχε τίποτα. Έκανα μόνο μπαλέτο, αλλά πάντα με διέφερε το θέατρο, ή το χοροθέατρο. Και έτσι περίμενα πως και τι να έρθω στην Αθήνα για να κάνω αυτό που ήθελα.
-Έχεις συμμετάσχει στην παράσταση «Ποιος τη ζωή μου», ένα έργο αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη. Μεγάλη εμπειρία!
Ε: Αυτή ήταν όντως μεγάλη και όμορφη εμπειρία. Ήταν και πολύ σημαντικό που είχαμε τον Μίκη Θεοδωράκη μαζί μας στις πρόβες, ο οποίος, θυμάμαι, δυο σκηνές από το έργο τις είχε γράψει ο ίδιος. Την σκηνή με την μητέρα του στο σινεμά, όπου τις δίνει στα κρυφά στα απλυτά του και την άλλη την σκηνή, όπου πλέον η μητέρα του έχει τρελαθεί και η σκηνή διαδραματίζεται στο τρελοκομείο. Πάει και την βρίσκει και αυτή δυσκολεύεται να τον αναγνωρίσει. Και μάλιστα σε αυτήν την σκηνή, όταν την είχαμε στήσει και είχε έρθει να την δει, θυμάμαι ότι σε κάποια στιγμή είχε δακρύσει.
-Αυτοί οι άνθρωποι, φαντάζομαι, αποτελούν πολύ μεγάλη έμπνευση για εσάς τους νέους καλλιτέχνες.
Ε: Προφανώς! Η μεγαλύτερη έμπνευση είναι να βλέπεις ότι ακόμα σε αυτήν την ηλικία και ύστερα από όλα όσα έζησαν, γιατί είχαν όραμα, γιατί είχαν μάθει να λένε «όχι» και να αντιστέκονται, έχουν φτάσει σε αυτήν την ηλικία και έχουν ακόμα δύναμη, σπιρτάδα, χιούμορ. Έμπαινε ο Μίκης μέσα και έτριζαν τα πατώματα.
-Πιστεύεις ότι αυτό αποτελεί ένα πρόβλημα της εποχής μας, ότι δηλαδή δεν έχουμε μάθει να λέμε εύκολα «όχι»;
Ε: Προφανώς. Έχουμε πάψει να λέμε «όχι» και να ξέρουμε ότι έχουμε δικαίωμα στην επιλογή. Δηλαδή, είναι σαν να μας έχουνε μάθει, ότι κάτι το οποίο είναι πολύ μέτριο και σάπιο, το βαφτίζουμε «καλό» και προχωράμε με αυτό και δεν συνειδητοποιούμε έτσι, πως υπάρχει η επιλογή του να αντισταθείς. Αυτό ισχύει σε πάρα πολλά πράγματα και κάπως έτσι οδηγηθήκαμε και στην κρίση.
-Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να αντισταθούν ενώ εμείς είμαστε σε μια φάση συμβιβασμού;
Ε: Είμαστε μια πιο μαλθακή κοινωνία ίσως; Εγώ πάντα συνδέω την παιδική ηλικία όπως επίσης και την παιδεία που έχει πάρει κάποιος και τη σχέση που έχει η δική μας η γενιά με την τεχνολογία. Θέλω να πω, δηλαδή, όταν βλέπεις παιδιά που είναι συνέχεια πάνω από ένα ipad, ή στο κινητό, ή στο playstation, χάνεται η επαφή με την φύση και δεν ξέρω πόσο καλό είναι αυτό.
-Εσύ έχεις μεγαλώσει στην φύση στην Κρήτη. Πόσο επηρέασε αυτό την προσωπικότητά σου;
Ε: Καθοριστικά! Μεγαλώνοντας στην Κρήτη και στην Ρόδο, ξεχνούσα να γυρίσω σπίτι. Έπαιρνε η μαμά τηλέφωνο και φώναζε «Ελλεάνα» και εγώ ξεχνούσα να πάω να μιλήσω με την μητέρα μου. Έτσι μεγάλωσα, συνέχεια έξω στην γειτονιά, στην αυλή.
-Έχεις συμμετάσχει σε θέατρο, τηλεόραση και κινηματογράφο. Ποιο από όλα αυτά ξεχωρίζεις;
Ε: Κυρίως έχω κάνει θέατρο και σαν επιλογή δουλειάς προτιμάω το θέατρο. Δηλαδή, ερχόμενη εδώ δεν με ενδιέφερε να κάνω κάτι άλλο και στην αρχή ήμουν και αρκετά κάθετη θα έλεγα. Με ενδιαφέρει η σκηνή. Στην πορεία είδα, ότι υπό καλές συνθήκες και συνεργασίες, σίγουρα μπορείς να κάνεις σινεμά. Το έχω βιώσει και σε ταινίες μικρού μήκους και σε μεγάλου μήκους, στην «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη και πέρυσι που συμμετείχα σε μια τηλεταινία το «Ein Sommer in Griechenland», που προβλήθηκε από το Γερμανικό κανάλι ZDF. Έτσι είδα πως το σινεμά είναι πολύ όμορφο, απλά δεν ονειρευόμουν να κάνω κάτι τέτοιο. Το θέατρο, βέβαια, με ενδιαφέρει πιο πολύ από όλα.
– Πες μου ποιος ρόλος που έχεις ερμηνεύσει είναι ο αγαπημένος σου και ποιον ρόλο έχεις ζηλέψει;
Ε: Σίγουρα ξεχωρίζω τον ρόλο της Μήδειας, που τον ερμήνευσα όταν έδινα εξετάσεις στην σχολή. Αυτός σίγουρα είναι ένας ρόλος που θα ναι πάντα πρόκληση. Ένας ακόμα ρόλος που ξεχωρίζω, γιατί τον αγάπησα πολύ, ήταν πριν από δυο χρόνια περίπου, σε ένα παιδικό έργο του Oscar Wilde «Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο» που έκανα την Τριανταφυλλιά. Μάλιστα, ήταν ένας ρόλος κόντρα σε εμένα. Ο σκηνοθέτης δε, μου είχε πει πως δεν θα ήμουν η πρώτη του επιλογή, γιατί ο ρόλος απαιτούσε μια γυναίκα που να ήταν πιο ντάμα, πιο ψηλή, μια πιο γήινη προσωπικότητα, αλλά τελικά πόνταρε σε εμένα. Και όντως, κάτι που ήταν κόντρα, επειδή είμαι λίγο πιο αερικό, πιο ενζενί, δουλειά στη δουλειά, ο μονόλογος που έλεγα στο τέλος εξελίχτηκε σε μια από τις πιο ωραίες σκηνές του έργου. Αυτό, ήταν κάτι που σίγουρα το αγάπησα πολύ, γιατί ήθελε και πολύ κόπο για να γίνει, αλλά και τη στιγμή που συνέβαινε, όταν διακόσια παιδάκια από κάτω λίγο πριν έτρωγαν τσιπς και γέλαγαν με τον μέρμηγκα και έπρεπε να μπω σε μια τέτοια κατάσταση και να δημιουργήσω μια ατμόσφαιρα, όπου τα παιδάκια δεν έπρεπε να μιλάνε, και τα κατάφερνα κάθε φορά και δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα.
-Αυτή είναι και η μαγεία με το παιδικό θέατρο. Έχει πολλές απαιτήσεις.
Ε: Έχει, απλά δεν του συμπεριφέρονται νομίζω όπως θα έπρεπε. Αφενός ένα παιδί πρέπει να έχει καλή εμπειρία από το θέατρο για να το ξαναεπιλέξει και αφετέρου το παιδικό θέατρο διαμορφώνει αισθητική και έτσι έχει μεγάλη ευθύνη. Πλέον, αλλάζουν πολύ τα πρότυπα, όταν ένα παιδί έχει μάθει να βλέπει άλλες εικόνες, όταν έχει μάθει σε άλλα βιώματα, θα πρέπει και εσύ να μπεις στα νερά του. Για παράδειγμα, εγώ δεν ήμουν ποτέ υπέρ των video arts, είμαι του πιο απλού θεάτρου, για ένα φτωχό θέατρο, Γκροτόφσκι, αλλά βλέπω στην πορεία πόσο βοηθάει να διαμορφώνεται ένας κόσμος γύρω από αυτό. Στο «Καπλάνι της βιτρίνας» υπάρχουν μπροστά και πίσω προτζέκτορες που προβάλλουν εικόνες και αλλάζει συνέχεια ο κόσμος, σαλόνι, τραπεζαρία, δρόμος. Αυτό τελικά γίνεται για όλες τις θεατρικές δουλειές και απαραίτητο, καθώς έχει μπει τόσο έντονα στην ζωή μας η εικόνα.
– Ποια είναι η γνώμη σου για όλα αυτά που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό, με το εθνικό θέατρο και την παράσταση «Ισορροπία του Νας»;
Ε: Όταν το άκουσα, σκέφτηκα μια φράση που με καταδιώκει σαν άνθρωπο, «ένας συμβιβασμός είναι η αρχή πολλών». Δεν μου άρεσε όταν το άκουσα. Μ’αρέσει να ζω σε έναν κόσμο με ιδανικά και με τον δικό μου τρόπο παλεύω για αυτό, παλεύω για τα πιστεύω μου. Αλλοίμονο αν ζούμε σε μια εποχή λογοκρισίας, είναι σχεδόν αστείο, και θα γυρίσουμε έτσι κυκλικά όπως συζητάμε στην εποχή των συμβιβασμών.
– Η τέχνη πρέπει να συμβιβάζεται;
Ε: Κατ’εμέ σαφώς και όχι! Αλλά τι να πω, πολλές φορές βλέπεις ανθρώπους που θαυμάζεις, που θεωρείς πολύ αξιόλογους και όχι μόνο, να επιλέγουν να κάνουν άλλα πράγματα, για μια θέση στον ήλιο, που λέμε. Και τότε εσύ καλείσαι να κάνεις μια επιλογή της θέσης που θα κρατήσεις. Θα πρέπει να μπορούμε να πούμε το «όχι», αρκεί να ξέρουμε γιατί το λέμε.
-Είσαι στο Clap, στο Μιχάλης Κακογιάννης, κάθε Σάββατο στις 22.30 με τον Παναγιώτη Μάργαρη. Ποια είναι η ιδιαιτερότητα αυτής της παράστασης;
Ε: Είναι μια μουσική παράσταση. Υπάρχουν πολλές ιδιαιτερότητες. Καταρχήν, ο Παναγιώτης θέλει να είναι όλο αυτό με απόλυτα φυσικό ήχο και χωρίς φωτισμό. Μόλις ξεκινάει η παράσταση, ο μόνος φωτισμός προέρχεται από τα κεριά στα τραπέζια των θεατών και μερικά κεριά στο stage. Το όραμά του είναι να είμαστε όπως μια παλιά μπουάτ, που όλοι μαζί, σαν μια παρέα τραγουδάμε, χωρίς μικροφωνική υποστήριξη. Με έναν τρόπο γίνεται κάτι μυσταγωγικό, κάθε Σάββατο βράδυ. Αυτό δεν συμβαίνει πουθενά αλλού στην Αθήνα. Και δεν ξέρω γιατί, ακριβώς επειδή είναι διαμορφωμένη έτσι η παράσταση, είναι πιο προσβάσιμη.
-Επίσης βρίσκεσαι και στο «Καπλάνι της Βιτρίνας».
Ε: Το εμβληματικό αυτό έργο της Άλκης Ζέη, εξαιρετικό, στο θέατρο Βρετάνια,σε διασκευή και σκηνοθεσία της Ανδρομάχης Χρυσομάλη. Είναι μεγάλη χαρά να βρίσκομαι σε αυτή τη δουλειά και είναι εξαιρετικό το πως συνεργάζονται όλοι οι ηθοποιοί τόσο αρμονικά , το πως παντρεύεται η πιο παλιά γενιά με την πιο σύγχρονη και καταλήγουμε έτσι σε μια μεγάλη παρέα που διηγείται την ιστορία.
-Ποιά η ιδιαιτερότητα αυτής της παράστασης;
Ε: Το καπλάνι! (γέλιο). Ποιο μάτι θα ανοίξει κάθε πρωί.
– Και μια ευχή, για τους αναγνώστες μας.
Ε: Να φλεγόμαστε μέσα μας!
Γράφει η θεατρολόγος Μαριαλένα Δογγούρη
http://www.alithinesgynaikes.gr