Μάνα!
Μην ξαναφύγεις, πάλι, φτάνει.
Μη ζούμε οι δυο σε διάφορο λιμάνι!
Εσύ κι εγώ μη γίνουμε δυο ξένες,
σαν άλλες εποχές αλλοπαρμένες…
Δεν λες πως έχεις σπλάχνο; ή δεν έχεις;
για πες μου, μακριά μου πώς αντέχεις;
Εσύ κυκλάμινο, κι εγώ ζουμπούλι,
ν ανθούν με το παράπονο στα χείλη;
Μάνα!
Το χέρι βάλε με θέρμη στην καρδιά
και κράτα με να νιώσω απανεμιά..
Να νιώσω την ανάσα σου ζεστή,
με ζέση ν ακουμπά στο πρόσωπό μου.
Να μου φυσάς μες την ψυχή πνοή,
να την κρατώ εικόνα, φυλαχτό μου..
Μάνα!!
Μην πας σε άλλη γη, στα ξένα,
αν φύγεις, πάρε με κι εμένα…
Για κοίτα με, το βλέμα μου χαμένο,
σαν ξέστρατο πουλί, ξενητεμένο…
Το νιώθω πως θα μου φύγεις πάλι.
Βαρκούλα θε να ‘μαι μόνη στ ακρογιάλι,
και θα μιλώ με της σιωπής το κύμα…
Μάνα!
Δεν νιώθεις; πες, δεν είναι κρίμα;;
Για να μη μείνει η μνήμη μας θολή,
κράτα, όπως ετούτη τη στιγμή,
για πάντα στη φούχτα σου το χέρι..
Φοβάμαι, μάνα, της ξενιτιάς τ αγέρι..
Φοβάμαι, μη σβήσει η μορφή σου,
ο χρόνος μ αψηφά,…!! θε νάναι η θανή σου!
Λιλή Βασιλάκη 13/9/2017
Συλλογή “ταξίδι στο δρόμο της ουτοπίας”