Από την ιστοσελίδα της Hlektra Artland
“Η πρώτη νεκρή από γυναικοκτονία που γνώρισα ήταν η Ανθή.
Ήμουν 8.
Η Ανθή ζούσε σε κοντινό χωριό στο Βόλο και ήταν γειτόνισσα της αδερφής της γιαγιάς μου, η οποία επίσης κακοποιούνταν χρόνια από τον σύζυγο.
Η Ανθή ερχόταν για καφέ με μελανιές. Η αδερφή της γιαγιάς μου, η κόρη της – που επίσης ερχόταν με μελανιές από τον σύζυγο – με τα ξαδέρφια μου – που είχαν σημάδια από τη ζώνη του πατέρα, η γιαγιά μου που είχε άνοια και πια είχε ξεχάσει την δική της κακοποίηση, η μάνα μου, συζητούσαν με την Ανθή για συνταγές, δουλειές καθαριότητας, σχολίαζαν άλλες γυναίκες.
Θυμάμαι το τελευταίο απόγευμα που είδα την Ανθή, σχολίαζαν μια γυναίκα από το χωριό που παράτησε την οικογένειά της κι έφυγε γιατί δεν άντεξε το ξύλο. Όταν έφυγε η Ανθή, οι υπόλοιπες γυναίκες σχολίαζαν πως δεν είναι προκομμένη και εκνευρίζει τον άντρα της.
Το επόμενο απόγευμα ο σύζυγος την κοπάνησε σε ένα κομοδίνο και η Ανθή έπεσε νεκρή.
Αυτό το είδαν τόσο η αδερφή της γιαγιάς μου, όσο και άλλοι κάτοικοι του χωριού περαστικοί.
Είπαν πως έπαθε ανακοπή.
Πως την βρήκε νεκρή στο πάτωμα.
Στην κηδεία του λέγανε συλλυπητήρια.
Σε εμένα υπέδειξαν να μην εκνευρίζω τους άντρες.
Είχαν μακιγιάρει τις μελανιές στο πτώμα. Οι γυναίκες του χωριού προσφέρθηκαν να του πλένουν, να του μαγειρεύουν, του γυναικοκτόνου.
Η Ανθή δεν πήγε στους μπάτσους. Δεν την είχε καταδικάσει σε θάνατο μόνο ο άντρας που παντρεύτηκε, αλλά κι ένα ολόκληρο χωριό. Η Ανθή δολοφονήθηκε μόνη στα 30 από την πατριαρχία το 1996. “
Δεν είσαι μόνη ,δεν είσαι η μόνη
15900 – Τηλεφωνική Γραμμή SOS | Βία Κατά Των Γυναικών
Ἀπὸ μικρὸ παιδάκι εἶχα ἀντιληφθεῖ μὲ φρίκη τὸ τί συνέβαινε μὲ τὶς προκαταλήψεις κατὰ τῶν γυναικῶν. Κάπου 14 ἐτῶν, μεγάλος πιά, εἶχα ἀναλάβει τὴν ἀδελφή μου, 8 χρόνια μεγαλύτερη, νὰ τῆς δώσω θᾶρρος ὕστερα ἀπὸ δύο ἀρραβῶνες (ὁ δεύτερος ἦταν κάκιστος, ὁ πρῶτος δυστυχῶς πέσανε συμφέροντα καὶ κακοήθειες στὴν μέση… – κι’ ἡ Φωτούλα τὸν ἀγαποῦσε ἀλλὰ κι’ ἐκεῖνος ἦταν καλός). * Ὅταν πῆγα στρατιώτης, βρέθηκε μὲ προξενιὸ ὁ τρίτος, τὸ τέρας. Μπῆκε στὸ σπίτι μας καὶ ἁλώνισε. Ἡ ζωὴ τῆς Φωτούλας πλέον ἦταν μιὰ μακροχρόνια αὐτοκτονία. Τῆς λέγανε: . * Μόνον ἡ μάννα μας κι’ ἐγὼ ξέραμε τὴν καθημερινὴ τραγωδία… Ἀπορῶ πῶς δὲν τὸν σκότωσα. Ὁ “Γιάννης ὁ φονιὰς”” εἶναι σχεδὸν δικό μου τραγοῦδι. * Σκἐφτομαι πὼς χθὲς θἆταν ἡ γιορτή της, σήμερα ἡ δική μου, θὰ κάναμε – ἄν ζοῦσε – σὰν μικρὰ παιδάκια ἀπὸ χαρές. Τὸ σόι μας ἤμασταν ἀθῶοι ἄνθρωποι – σὰν τὴν Μπλὰνς ντὺ Μπουὰ θὰ ἔλεγα. Ὅλοι ρούφηξαν ἀπὸ τὸ αἷμα μας. Ἄν μποροῦσα νὰ προσευχηθῶ γιὰ τὴν ψυχή τους… * Δὲν πιστεύω σὲ τίποτα. Ἀκόμη καὶ τὸ Φέις-Μπούκ σας εἶναι γεμάτο κακία καὶ μίσος. * Γράφω γιατί ἔχω ἀνάγκη νὰ γράφω, χωρὶς αὐτὸ δὲν ζῶ καὶ γιατί δὲν θέλω πιὰ σχέσεις μὲ ἐκδότες, θιασᾶρχες καὶ κάθε λογῆς ἐργοδότες. Σήμερα, ὅσο πιὸ σκατὰ εἶσαι, τόσο πιὸ διάπλατες σοῦ ἀνοίγουν τὶς πόρτες. * Νὰ κλείσω ἔτσι: ἀγαπῶ μονάχα τὶς ἀθῶες γυναῖκες, σὰν τὴν μάννα μου, σὰν τὴν ἀδελφή μου, σὰν τὴν Μπλὰνς… Ὑπάρχουν πολλὲς. Ὑπάρχουν καὶ οἱ ἆλλες, οἱ βρωμοπουτανάρες στὴν ψυχή κυρίως. Αὐτὲς τὶς σιχαίνομαι. Δὲν μὲ ὑποχρεώνει ποτὲ κανεὶς νὰ λέω .