Πέμπτη, 30 Μαρτίου, 2023
No menu items!
ΑρχικήΓΥΝΑΙΚΑΚι ας μην έγραφε «Γιορτή της Γυναίκας» στην ούγια του επάνω.

Κι ας μην έγραφε «Γιορτή της Γυναίκας» στην ούγια του επάνω.

Ήταν όμορφα ντυμένη, χτενισμένη, αρωματισμένη με κοσμήματα και χρωματιστά φουλάρια καλοδιαλεγμένα.

«Χρόνια πολλά!» μου ευχήθηκε δυνατά όταν πέρασα από δίπλα της. Αστραπιαία θυμήθηκα πως εγώ γενέθλια έχω το καλοκαίρι, η μόνη μέρα που μου τη γιορτάζω με χαρά, θα είναι καμία απ΄ αυτές που τις γιορτάζει η εκκλησία, το έθνος, και δεν με αφορούν σκέφτηκα, της χαμογέλασα, «επίιισης!» της είπα και έφυγα να συνεχίσω τις δικές μου σκέψεις.


Λίγο πιο μακριά με σταμάτησε ένας ιερέας, άνοιξε την αγκαλιά του, με φίλησε, δεν τους το επιτρέπουν οι θρησκευτικοί τους κανόνες να είναι τόσο διαχυτικοί με το όποιο φύλο, καταμεσής του δρόμου, αλλά ευτυχώς υπάρχουν και τέτοιοι που είναι ανοιχτόμυαλοι, που είναι πολύ μπροστά και πολύ πιο κοντά στον άνθρωπο, «Χρόνια σας πολλά, κυρία μου!» μου είπε χαμογελαστός, τον ευχαρίστησα- για τις ευχές του νόμισε, για το φιλί του εννοούσα- και συνέχισα πλήρως αποσυντονισμένη από το θέμα που με απασχολούσε.


Στο κινητό άκουγα να έρχονται μηνύματα, δεν τα άνοιγα βαριόμουν, ο ουρανός κι η θάλασσα ήταν στα καλύτερα τους και ήθελα να τα απολαύσω, ανεβοκατεβάζοντας το βλέμμα εναλλάξ. Στο ενδέκατο νομίζω, «ας ρίξω μια ματιά, μην είναι και κάτι επείγον» μου είπα, έπεσα πάνω σε στιχάκια, ευχούλες, λελούδια, καρδούλες, ψηλοτάκουνα ποτήρια με κόκκινα ποτά, που όλα πάνω τους είχαν στάμπες του τύπου «Χρόνια μας πολλά!», «Να ζήσουμε οι γυναίκες!» και τέτοια. Και ακριβώς, σ εκείνη τη στιγμή, ακριβώς εκεί ήταν που την είδα: Κλαμένη. Μιά γυναίκα κλαμένη. Καθισμένη στον βράχο με τα πόδια και τα δάκρυα να κατηφορίζουν προς τη θάλασσα. Δεν την είδα, τα αναφιλητά της ήταν που άκουσα πρώτα. Έμεινα αρκετά πίσω της και περίμενα. Κάποια στιγμή το αποφάσισα και την πλησίασα. Γύρισε απότομα να με κοιτάξει. Ακούμπησα ανοιχτή την παλάμη μου στην πλάτη της. Τραβήχτηκε ελαφρά. Δοκίμασα ξανά. «Κι εγώ, έκλαιγα. Λίγο πριν» της είπα. Ξέσπασε σε δυνατούς λυγμούς. Την πήρα αγκαλιά και την έσφιξα. Χαλάρωσα τα χέρια μου, αφήνοντας ν να χαλαρώσει και το κλάμα της. Σταμάτησε. Της έδειξα τα ψάρια που κολυμπούσαν από κάτω και της πρότεινα να παίξουμε: «Έλα, να δούμε, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τα θηλυκά από τα αρσενικά, άραγε?». Με κοίταξε, γέλασε, αυτά που βιάζονταν να κρυφτούν κάτω από τα βράχια «γυναίκες» τα ονόμαζε, αυτά που με φούρια κυνηγούσαν τα μικρότερα «αναθεματισμένοι» μου τα έλεγε.


Της είπα μικροϊστορίες που, εκείνη την ώρα, έπλασα και γέλασε κι άλλο. Δεν την άφησα να μου μιλήσει για τη ζωή της, δεν θέλησα να μου πει το όνομα της. «Περαστική είμαι από το νησί σας» της είπα «για ένα δικαστήριο έχω έρθει, βλέπεις και εγώ έχω ντράβαλα με τον δικό μου αναθεματισμένο». Την χτύπησα στον ώμο για «αντίο», «Είσαι πολύ δυνατή, να το θυμάσαι κάθε στιγμή! Κι όταν «Αυτός» σου φέρεται υποτιμητικά και «Μηδέν» σε ζωγραφίζει, τότε σκύψε. Σκύψε να κοιτάξεις τη μικρότητα του κι ύστερα άνοιξε διάπλατα τα χέρια σου και πέταξε! Πέτα μακριά του!».


Ό,τι πιο εύκολο ξεκούμπωσα από την ψυχή μου, δώρο να της το κάνω. Κι ας μην έγραφε «Γιορτή της Γυναίκας» στην ούγια του επάνω.

Agni Zisidou

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Advertisingspot_img

Δημοφιλη αρθρα